Διευκρίνιση:
Το πιο κάτω κείμενο γράφτηκε πριν την τραγική Δευτέρα 11.7.2011 και είχε ήδη σταλεί προς δημοσίευση στον τύπο
Ως συνέχεια και επεξήγηση προηγούμενου δημοσιεύματος με θέμα την αξιολόγηση των γραπτών στο μάθημα των Νέων Ελληνικών στις Παγκύπριες Εξετάσεις, ας μου επιτραπεί να καταθέσω ως φιλόλογος συνοπτικά κάποιες παρατηρήσεις που προκύπτουν από τις ερωτήσεις του γραπτού πάνω στα ποιήματα του Κώστα Μόντη και του Γιώργου Σεφέρη και από τις ενδεικτικές απαντήσεις που δόθηκαν κατά το συντονισμό των βαθμολογητών φιλολόγων, ευελπιστώντας να προκαλέσω μια γόνιμη επιστημονική συζήτηση επί των θεμάτων που παρουσιάζονται ακροθιγώς.
Η πρώτη παρατήρηση είναι γενικότερη και αφορά στη δυνατότητα διάκρισης από διδάσκοντες και διδασκόμενους (και άρα υποψήφιους στις Παγκύπριες Εξετάσεις) ανάμεσα στα χαρακτηριστικά της ποιητικής τεχνικής και τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο υπό εξέταση λογοτέχνης. Η παρατήρησή μου λαμβάνει υπόψη τη θεωρία της λογοτεχνίας επί του θέματος, αλλά και ότι, κάθε χρόνο, στις οδηγίες διόρθωσης των Παγκύπριων Εξετάσεων, οι φιλόλογοι βρίσκονται ενώπιον του διλήμματος κατά πόσον το α ή το β στοιχείο τεχνικής του λόγου αποτελεί εκφραστικό μέσο ή χαρακτηριστικό ποιητικής τεχνικής, με αποτέλεσμα να γίνονται δεκτές ή να απορρίπτονται απαντήσεις (πιθανότατα ορθές), γιατί - σύμφωνα με την άποψη της πλειοψηφίας - το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό ανήκει ή δεν ανήκει στη μία ή την άλλη κατηγορία. Το φετινό εξεταστικό δοκίμιο ζητούσε να δοθούν στα υπό εξέταση ποιήματα δύο χαρακτηριστικά της ποιητικής τεχνικής του Κώστα Μόντη και δύο εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Σεφέρης για τη διατύπωση της «προφητείας» του. Χωρίς να σχολιάσω τις διαφορετικές προσεγγίσεις των βαθμολογητών φιλολόγων επί του θέματος, και θεωρώντας ότι δεν είναι του παρόντος η διασαφήνιση των συχνά δυσδιάκριτων ορίων ανάμεσα στους δύο όρους, πιστεύω ότι η δυσκολία αυτή (καθώς και πολλές άλλες, όπως έχει αναφερθεί στο προηγούμενο άρθρο μου), θα έπρεπε να προβληματίσει τόσο τους θεματοθέτες, όσο και γενικότερα το ΣΕΚΦ και τους ΕΜΕ φιλολόγους, για την αποφυγή τέτοιων ανώφελων για τους υποψήφιους σκοπέλων, γιατί όχι, με την αξιοποίηση της γνώσης που μπορούν να δώσουν οι ερευνητές της λογοτεχνίας – ακαδημαϊκοί και άλλοι - επί του θέματος.
Η δεύτερη παρατήρηση (που μπορεί να φωτίσει την πρώτη) αφορά συγκεκριμένα στην ερώτηση που ζητούσε να εντοπιστούν στα συγκεκριμένα ποιήματα («Της εισβολής» και «Έλληνες ποιητές») και να καταγραφούν δύο χαρακτηριστικά της ποιητικής τεχνικής του Κώστα Μόντη. Η ενδεικτική απάντηση των θεματοθετών έδινε ως χαρακτηριστικά την επιγραμματικότητα, τη λιτότητα και τον ακαριαίο λόγο, την επανάληψη, την πυκνότητα και την αμεσότητα, ενώ μέσα από τη συζήτηση έγινε δεκτό να προστεθεί και η αντίθεση. Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι αδιαμφισβήτητα ορθά, και αυτό μπορεί βεβαίως να τεκμηριωθεί και μέσα από τη βιβλιογραφία που αναφέρεται στην ποιητική του Κώστα Μόντη. Δεν καλύπτουν, όμως, όλο το φάσμα των χαρακτηριστικών της ποιητικής τεχνικής του Μόντη που εντοπίζονται και στα δύο αυτά ποιήματα. Θεωρώ αδιανόητο το γεγονός ότι δεν έγιναν δεκτά από τους βαθμολογητές τα εξής χαρακτηριστικά:
(α) Η αυτοαναφορικότητα (δηλαδή η άμεση αναφορά στην ποιητική του τεχνική, εδώ ως δήλωση της ποιητικής του ιθαγένειας στο στίχο «Αντισταθμίζει που γράφουμε Ελληνικά»). Είναι περιττό νομίζω να καταγραφούν όλες οι μελέτες και αναλύσεις που αναφέρουν το Μόντη ως τον ποιητή της αυτοαναφορικότητας. Αναφέρω ενδεικτικά μόνο την πρόσφατα εκδοθείσα «Ιστορία της Νεότερης Κυπριακής Λογοτεχνίας» των Γ. Κεχαγιόγλου και Λ. Παπαλεοντίου, καθώς και δημοσιευμένες μελέτες του τελευταίου, όπου ο Μόντης αναφέρεται ως «ο αυτοαναφορικός ποιητής» ή ως «ο ποιητής με τα άφθονα αυτοαναφορικά σχόλια».
(β) Η λειτουργική σχέση του τίτλου με το ποίημα: Αν παρατηρήσουμε ότι ο Κώστας Μόντης, ανθολογώντας ο ίδιος τα ποιήματά του τα διαχωρίζει σε έντιτλα και άτιτλα, δηλώνοντας έτσι ότι ο τίτλος αποτελεί ενσυνείδητη επιλογή του, καθώς και τους συχνά περιγραφικούς τίτλους σε ποιήματα μικρής μορφής (π.χ. δίστιχος τίτλος σε μονόστιχο ποίημα), είναι εύκολο να κατανοήσουμε πως ο τίτλος συνήθως διαλέγεται με το ποίημα σε μια αναπόφευκτα άρρηκτη σχέση. Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο ποιητής δηλώνει στο «Περί στίχων» (μιλώντας σαφώς γι’αυτά που πονάνε): «Κάποτε δεν κατεβαίνουν απ’ τον τίτλο στο κείμενο, κάποτε δεν ανεβαίνουν στον τίτλο». Έτσι και στο «Της εισβολής», αυτό που τόσο επώδυνα τον ταράζει, «δεν κατεβαίνει από τον τίτλο στο ποίημα», γι αυτό και στους τέσσερις στίχους δε γίνεται άμεση αναφορά στο γεγονός της εισβολής, ούτε καν ονομάζονται οι Τούρκοι εισβολείς. Είναι όμως ξεκάθαρο ότι χωρίς τον τίτλο το ποίημα είναι ελλιπές. Ανάλογα και στο «Έλληνες ποιητές», όπου και πάλι ισχύει η παρατήρηση του Κωστή Δανόπουλου, («Εκδοτικές παρατηρήσεις στα ποιητικά άπαντα του Κώστα Μόντη», στο περιοδικό Λέξη, Τ.152, αφιέρωμα στον Κώστα Μόντη, 1999, σ.458) ότι «Χωρίς τους τίτλους τα ποιήματα στέκονται μετέωρα καθώς απουσιάζει ένα σημείο αναφοράς. Οι τίτλοι [...] νοηματοδοτούν το ποίημα».
(γ) Η λειτουργική – δηλωτική (και όχι απλώς γραμματικοσυντακτική) χρήση της αντωνυμίας: Στο «Της εισβολής» η αντωνυμία «τους» (δηλώνει τους Τούρκους εισβολείς) χρησιμοποιείται έντεχνα για να καταδικάσει σε μια περιφρονητική ανωνυμία εκείνους που προκάλεσαν το εξαιρετικά επώδυνο γεγονός της εισβολής. Σε αντιπαραβολή με το αποκαλυπτικό για τα συναισθήματά του «αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας», η χρήση ενός σχεδόν άηχου «τους» δηλώνει τη στάση του ποιητή απέναντι στους εισβολείς, ο οποίος επιχειρεί μέσω της ποίησης τη νοερή αναίρεση του επώδυνου γεγονότος. (Κι εδώ θα ήθελα να προσθέσω ότι στις οδηγίες διόρθωσης καταγράφηκε ως ποιητική τεχνική η αντίθεση μόνο στο ποίημα «Ελληνες ποιητές», ενώ είναι εμφανέστατη η αντίθεση και στο ποίημα «Της εισβολής», ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο δηλώνεται αφενός «η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας» και αφετέρου οι εισβολείς με την αντωνυμία «τους»). Επίσης, ο τύπος «μας» της αντωνυμίας «εμείς» και στα δυο προς εξέταση ποιήματα, δηλώνει σαφέστατα τη συλλογική ιθαγένεια, διακρίνει τους Ελληνοκύπριους ως ιστορική οντότητα, ως Έλληνες της Κύπρου απέναντι «στους άλλους», στους ανεπιθύμητους ή στους αδιάφορους άλλους. Παραθέτω, ενδεικτικά και πάλι, την άποψη του Μ.Γ. Μερακλή, («Ανάμεσα στη γνωμική ποίηση και την ηρωική ελεγεία», ο.π. σ.334): «Αυτό το ‘εμείς’ το συναντάμε συνεχώς στην ποίηση του Μόντη. Γιατί ο ποιητής αυτός (όπως και άλλοι στην Κύπρο) είναι ένα είδος ενσάρκωσης της συλλογικής μνήμης, του συλλογικού διαχρονικού πόνου, είναι ένα ‘εγώ’ διαποτισμένο από την κοινότητα της ιστορικής μοίρας ώστε ό,τι λέει για τον εαυτό του ο ποιητής, να εκφράζει και τους άλλους και ό,τι λέει για τους άλλους να εκφράζει και τον εαυτό του. Αυτή τη στενή συνάφεια του ‘εγώ’ και του ‘εμείς’ πρέπει να την προσέξουμε ιδιαίτερα, αν θέλουμε να καταλάβουμε σωστά την κυπριακή ποίηση γενικά.»
Ως τρίτη παρατήρηση αναφέρω το θλιβερό του γεγονότος ότι, εξαιτίας κάποιων ατεκμηρίωτων αντιδράσεων, η μικρή μορφή (ολιγόστιχη ποίηση) και η προσωποποίηση ως χαρακτηριστικά τεχνικής δόθηκαν μόνο ως προφορικές απαντήσεις στους βαθμολογητές και δεν καταγράφηκαν στις οδηγίες διόρθωσης, με τον κίνδυνο να δίνονται εφεξής ελλιπείς απαντήσεις στους μαθητές, εφόσον από επίσημο έγγραφο του ΥΠΠ απουσιάζουν δύο από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της ποιητικής του Μόντη. Όσον αφορά το πρώτο, εύκολα γίνεται κατανοητό πως η μικρή μορφή δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη λιτότητα και την επιγραμματικότητα, αφού οι μαθητές γνωρίζουν πως ακόμη και σε ποιήματα πολύστιχα και ρητορικά (π.χ. στον «Αποχαιρετισμό» του Γ. Ρίτσου) παρατηρείται σε κάποιους στίχους η λιτότητα στα εκφραστικά μέσα και η επιγραμματικότητα. Χρειάζεται άραγε να τεκμηριωθεί το χαρακτηριστικό αυτό με συγκεκριμένες αναφορές σε μελετητές (π.χ. Κεχαγιόγλου – Παπαλεοντίου, Πιερής, κ.ά.); Ή αρκεί ένα απλό ξεφύλλισμα των 2.500 περίπου σελίδων της ποίησης του Κώστα Μόντη, για να διαπιστώσει κανείς πως – με εξαίρεση τα τρία «Γράμματα στη Μητέρα» (συνολικά 64 σελίδες) – τα υπόλοιπα ποιήματα είναι ολιγόστιχα (συνήθως μονόστιχα, δίστιχα, τρίστιχα ή τετράστιχα; (Τα δύο συγκεκριμένα που εξετάζονταν αποτελούνται από 4 και 5 στίχους αντίστοιχα).
Σχετικά με την προσωποποίηση («Η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας»), οι Κεχαγιόγλου και Παπαλεοντίου (ό.π. σ.585), παρουσιάζοντας τα χαρακτηριστικά της ποίησης του Μόντη για την τουρκική εισβολή αναφέρουν: «Αρχικά διοχέτευσε τον σπαραγμό του σε ολιγόστιχα και πιο δραστικά ποιήματα με προσφιλείς πρακτικές (μεταφορικές προσωποποιήσεις, κλιμακωτές επαναλήψεις....». Αναλόγως και ο Μ. Πιερής (βλ. «Κώστας Μόντης, ο ‘ενοχλητικός’ ποιητής» στο «Δώδεκα κείμενα για τον Κώστα Μόντη», 1984, σ.143), εξηγεί πως: «Από τα ρητορικά μέσα, εκείνο που κατέχει την πρώτη θέση στην ποιητική έκφραση του Μόντη και παίζει, νομίζω ένα πολύ σοβαρό και σπουδαίο ρόλο στην όλη λειτουργία της ποίησής του είναι η προσωποποίηση», για να προσθέσει μεταξύ άλλων ότι: «Όπως πρώτος επισήμανε ο Γ. Κεχαγιόγλου ‘Ένα από τα μόνιμα εικονοποιητικά μοτίβα της ποίησης αυτής είναι η μεταφορική χρήση της προσωποποίησης’». Στα πιο πάνω θα πρόσθετα αποσπασματικά κάποια σημεία από εισήγηση της γράφουσας που κατατέθηκε σε πρόσφατο επιστημονικό συνέδριο, όπου αποδείχθηκε πως η Κερύνεια και η θάλασσα της Κερύνειας λειτουργούν ως έκφραση του θηλυκού χώρου, του ερωτικού παλμού και της γόνιμης Γαίας, και αναδείχθηκε πως η πόλη της Κερύνειας αποκαλείται βασιλοπούλα κι αρχόντισσα που την έφερε ο καπετάνιος Πενταδάχτυλος, ενώ η «θάλασσα από γαλάζιο νερό» γίνεται γαλάζιο ένδυμα της πόλης-γυναίκας, της αγαπημένης πόλης στην οποία απευθύνεται με το θαυμασμό ενός ερωτευμένου, πως η θάλασσα της Κερύνειας λειτουργεί ως μήτρα που φέρει και προβάλλει το χώρο της ύπαρξης και του προσδιορισμού της συλλογικής ταυτότητας απέναντι στους «άλλους», στους ανεπιθύμητους άλλους. Η θάλασσα της Κερύνειας μαζί με τον Πενταδάκτυλο είναι αδιαμφισβήτητα στοιχεία δηλωτικά της ποιητικής ιθαγένειας του Κώστα Μόντη που αναπαριστούν το ήθος του τόπου, επανέρχονται επίμονα, όχι απλώς ως θεματικά μοτίβα ή απρόσωπο σκηνικό, αλλά ως δρώντα πρόσωπα του πολυσύνθετου κόσμου του, κάποτε για να συνομιλήσουν μαζί του, ή ακόμη ως πρωταγωνιστές των ακαριαίων αποτυπώσεών του, της προσωπικής και συλλογικής ιστορίας που εκβάλλει από το παρελθόν στο παρόν. Η θάλασσα της Κερύνειας γίνεται το σύμβολο της Ελληνικότητας του τόπου. Γι αυτό και – για να επανέλθω στις απαντήσεις του γραπτού – θεωρώ ως μεγάλη παράλειψη την απουσία της αγάπης για τον τόπο και της περηφάνιας για την ελληνικότητά του από την απάντηση που αφορούσε τα συναισθήματα που διαπερνούν τα ποιήματα του Μόντη. Γιατί, όπως παραστατικά σημειώνει ο Γιώργος Γιωργής στο «Η αποδόμηση της ιστορίας» (περιοδ. «η λέξη», ο.π. σ.368) αναφερόμενος στο ποίημα «Έλληνες ποιητές» και σε κάποιο άλλο ανάλογου περιεχομένου άτιτλο του Μόντη: «Ο Μόντης ανατρέπει αυτές τις ιδεοληψίες και τους ακροβατισμούς καταθέτοντας την περηφάνεια της κυπριακής του καταγωγής και της ελληνικής του συνείδησης».
Κλείνοντας εδώ, κι αφήνοντας ανοιχτά τα ζητήματα που αφορούν τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του Γ. Σεφέρη, δηλώνω με πικρία ότι εύχομαι κανένας υποψήφιος να μην έχει δώσει κάποια από τις πιο πάνω απαντήσεις. Όχι γιατί δε θα ήθελα να τις γνωρίζει από την τάξη ή να τις έχει διαβάσει κάπου και κατανοήσει. Αντιθέτως. Αλλά γιατί θα ήταν άδικο να έχει τιμωρηθεί κάποιος υποψήφιος με απώλεια μονάδων για την επιπλέον γνώση του, επειδή η διαδικασία βαθμολόγησης καταδίκασε την «εξειδικευμένη γνώση» (είναι εξειδικευμένη;) ως μη αποδεκτή. Γι αυτό και επαναφέρω την εισήγησή μου για επανεξέταση της διαδικασίας συντονισμού των βαθμολογητών, ώστε στο μέλλον να αποφευχθούν λάθη και παραλείψεις που θα ήταν μεν άδικο να αποδίδονται στους θεματοθέτες, αλλά που είναι ακόμη πιο άδικο να στερούν θέσεις στο Πανεπιστήμιο σε υποψήφιους που εμβαθύνουν κριτικά στη γνώση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Όλα τα σχόλια που αφορούν τα θέματα που αναρτώνται είναι ευπρόσδεκτα, εφόσον παραμένουν σε πλαίσιο σεβασμού και νομιμότητας. Ευπρόσδεκτες είναι όλες οι απόψεις, οι διαφωνίες, ο αντίλογος και η κριτική απέναντι στα γραφόμενα. Δεν επιτρέπονται σχόλια που περιέχουν στοιχεία λιβέλλου, ρατσιστικά, υβριστικά ή προσβλητικά για οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε στοιχείο του οικοσυστήματος. Ο συγγραφέας αυτού του ιστολογίου διατηρεί το δικαίωμα να διαγράψει οποιοδήποτε σχόλιο δε σέβεται την πιο πάνω αρχή.