Καλωσόρισμα




Προς υποψήφιους συνομιλητές των εκπαιδευτικών ασπαλάθων

Αθεράπευτα ελεύθεροι,

Επίμονοι υποστηρικτές του δημόσιου αγαθού της παιδείας ως δικαιώματος και ως χώρου δια-μόρφωσης του πολιτευόμενου πολίτη,

Αμετανόητα διαμαρτυρόμενοι για τα κακώς έχοντα στο δημόσιο βίο,

Εραστές του λόγου σε όλες τις διαστάσεις και τις προεκτάσεις της έννοιας,

Συνειδητά αποκλίνοντες ως μη υπάκουοι υπήκοοι των προκαθορισμένων προτύπων αγορασμένης "ευτυχίας",

Απολαμβάνοντες ώρες μοναχικής ενδοσκόπησης αλλά και κοινωνοί γενναιόδωροι όσων συν-κινούν τις ψυχές και διανοίγουν ποικίλες οδούς προς την κάθαρση,

Μοιραστείτε διαδικτυακά καταθέσεις ειλικρινούς στοχασμού σ'αυτά που σταδιακά θα ξετυλιχθούν στον ιστοχώρο αυτό.

Ομιλία


Κείμενο ομιλίας που παρουσιάστηκε στις 8 Ιανουαρίου 2013, στη Λεμεσό, στο πλαίσιο εκδήλωσης για την παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Λιλλήκα Λύση του Κυπριακού: πραγματικότητες, διλήμματα και επιλογές, που διοργάνωσε η Ομάδα Πρωτοβουλίας Εκπαιδευτικών για την υποστήριξη του Γιώργου Λιλλήκα
Ομιλήτρια: Βαλεντίνα Δημητριάδου Σαλτέ, Φιλόλογος
Θέμα ομιλίας:
Γλώσσα και πολιτική: Η σημασία της ορολογίας στο βιβλίο του Γιώργου Λιλλήκα «Λύση του Κυπριακού: πραγματικότητες, διλήμματα και επιλογές»

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, φίλες κι φίλοι,
Καταρχάς θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εσάς που βρίσκεστε απόψε μαζί μας, όλους όσοι συνέβαλαν στη διοργάνωση της αποψινής εκδήλωσης, και ιδιαίτερα την κα Φωτίου για την τιμητική της πρόταση να συμμετέχω στην κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Γιώργου Λιλλήκα. Ας μου επιτραπεί, όμως, να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως το συγγραφέα του εξαιρετικού αυτού βιβλίου, γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να απολαύσω μέσα από τις σελίδες του ένα γνήσιο ιστορικό και πολιτικό λόγο. Ομολογώ ότι από την πρώτη του ανάγνωση διαπίστωσα ότι πρόκειται για ένα βιβλίο σπάνιου πολιτικού ήθους, όχι μόνο επειδή πείθει λογικά και τεκμηριωμένα για την ορθότητα της επιχειρηματολογίας και για την ευθυκρισία του συγγραφέα, όχι μόνο γιατί διακρίνεται για τις οξυδερκείς και εύστοχες παρατηρήσεις του στην καταγραφή της πολιτικής ιστορίας του Κυπριακού, αλλά και για μία άλλη ιδιαίτερα σημαντική αρετή, η οποία αναδεικνύεται μέσα από το ύφος που επέλεξε να υιοθετήσει ο συγγραφέας: για το σεβασμό του προς την ελληνική γλώσσα× τη γλώσσα ως φορέα της σκέψης, του πολιτισμού και της συλλογικής μας ύπαρξης, όπως διαχρονικά διαμορφώθηκε κατά την ιστορική πορεία και εξέλιξη του Ελληνισμού της Κύπρου. Αλλά και τη γλώσσα την οποία ο Γιώργος Λιλλήκας αξιοποιεί με επάρκεια και εντιμότητα ως μέσο για ένα υγιή πολιτικό προβληματισμό, σε μια εποχή που αυτό γίνεται ολοένα και πιο σπάνια, αφού ο δημόσιος λόγος που εκφέρεται γύρω μας χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από γλωσσική ανεπάρκεια, είτε αυτή εκδηλώνεται ως λεξιπενία είτε ως λεκτικός πληθωρισμός (γι’ αυτό εξάλλου και οι κενολόγοι πολιτικοί καταλήγουν στις ταυτολογίες, τις αντιφάσεις, τις ανακολουθίες, ακόμη και τον παραλογισμό, καθώς αυτοπαγιδεύονται στην απουσία λογικής συνοχής και επαρκούς τεκμηρίωσης).
Για όλους εμάς που το «μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» δεν αποτελεί απλώς ένα όμορφο και συγκινητικό στίχο του νομπελίστα ποιητή μας, ούτε ένα επιφανειακό και ρομαντικό σχήμα λόγου, αλλά λειτουργεί ως ένα ουσιαστικό κριτήριο της πολιτικής μας κουλτούρας και ζωής, η προσήλωση ενός συγγραφέα στην ακριβή διατύπωση, τη σαφήνεια, την ευκρίνεια, τη λογική και νοηματική συνοχή, την κατά το δυνατόν αντικειμενικότητα, συνιστά αδιαμφισβήτητο κριτήριο πολιτικού ήθους: Κι αυτό γιατί, σε μια εποχή που βρίθει από λογοκοπία, ρητορική κενολογία και πολιτική συνθηματολογία, η συνετή χρήση του πολιτικού λόγου είναι σπάνια και δυσεύρετη. Κι αυτή η συνετή χρήση του λόγου (η οποία εμφανώς χαρακτηρίζει το βιβλίο που παρουσιάζεται απόψε) αποκαλύπτει αφενός τον επιστημονικό χαρακτήρα, και αφετέρου τις ηθικές διαστάσεις του πονήματος (συνεπώς και το πολιτικό ήθος του ίδιου του συγγραφέα).
Ποια είναι η σχέση γλώσσας και πολιτικού ήθους; Η μελέτη της κοινωνιογλωσσολογίας δείχνει ότι η γλώσσα δεν είναι ένα πολιτικά ουδέτερο επικοινωνιακά εργαλείο: Ο λεκτικός συμβολισμός διαθέτει τέτοια δύναμη, ώστε να διεισδύει και να παρεισφρέει –συνειδητά ή ασυνείδητα– στα ενδόμυχα της σκέψης και της ψυχής του αναγνώστη ή του ακροατή-αποδέκτη του γλωσσικού μηνύματος, και να επιδρά στα υπόγεια ρεύματα της ατομικής και συλλογικής μας οντότητας, διαμορφώνοντας τα κριτήρια της πολιτικής μας σκέψης και συμπεριφοράς. Μάλιστα όσο πιο εντυπωσιακός είναι ο δημόσιος λόγος[1], όσο πιο απλοϊκός, δήθεν λαϊκός, πληθωρικός ή/και συνθηματικός, τόσο πιο γρήγορη και μαζική είναι η επίδραση, κυρίως όταν η προσέγγιση των πραγμάτων, είναι επιφανειακή, εύηχη συνήθως και εύπεπτη. (Τα παραδείγματα αυτού του είδους πολιτικού λόγου κατακλύζουν συνήθως τα τηλεοπτικά κανάλια κατά τις προεκλογικές περιόδους.) Στην ακραία του μορφή, ο κραυγαλέα πληθωρικός και μεγαλόστομος λόγος χειρίζεται – σύμφωνα με τη Φραγκουδάκη - λέξεις με γιγάντια ηθική διάσταση (π.χ. έθνος, πατρίδα, ιδανικά), λέξεις που λειτουργούν σαν αξίες και που μπορούν να επιδράσουν στις μάζες, έστω κι αν τα μηνύματα των συμφραζομένων τους δεν έχουν νοηματική συνοχή. Αρκεί που λειτουργούν συγκινησιακά, φορτίζουν συναισθηματικά και υποβάλλουν στο κοινό την επιθυμητή εντύπωση–ψευδαίσθηση για την «αξία» και την πολιτική δεινότητα του ομιλητή. Αναφέρομαι βεβαίως στον επικίνδυνο λόγο της προπαγάνδας και της όποιας ανήθικης εξουσίας[2], ο οποίος – κατά το μελετητή Χρ. Τσολάκη - «έχει τη δύναμη να μεταβάλλει τα ανθρώπινα πλάσματα σε αγέλες προδομένων παλιάτσων».
Στον αντίποδα βρίσκεται ο υγιής πολιτικός λόγος (παράδειγμα του οποίου είναι το εν λόγω γραπτό του Γιώργου Λιλλήκα), ο έντιμος λόγος, ο οποίος ενίοτε κατηγορείται από τους λαϊκιστές ως δυσπρόσιτος ή ως «θεωρητικός», ενώ στην πραγματικότητα απλώς στηρίζεται στη λογική αιτιολόγηση των όσων εκφράζει. Ποιος θα μπορούσε να αμφισβητήσει ότι, όσο πιο λιτός και ουσιαστικός, μεστός συνετός, εμβριθής και εναργής είναι ο δημόσιος λόγος, τόσο λιγότερο προκαλεί κραυγαλέες εντυπώσεις, τόσο λιγότεροι τον ακολουθούν (σε πρώτο στάδιο, τουλάχιστον), προχωρούν, όμως, στο βάθος για να διερευνήσουν τους δρόμους της ορθής πολιτικής σκέψης. Και στο βάθος είναι που βρίσκεται η ουσία των πραγμάτων, η λογική σύνδεση αιτίου – αιτιατού, οι διαλεκτικές σχέσεις και οι πολλαπλές συνιστώσες των φαινομένων, συχνά δυσεύρετες ή/και δυσάρεστες: δηλαδή, τα εμφανή αλλά και τα υπόγεια νήματα που πλέκονται κατά τη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι, τα κίνητρα που κρύβονται στα πολιτικά παρασκήνια και λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης ή εμφανίζονται σαν από μηχανής θεοί στη διεθνή σκηνή για να οδηγήσουν σε «λύσεις» τις αδιέξοδες συγκρούσεις. Αυτά τα κίνητρα είναι που διερευνά και αποκωδικοποιεί ένας ειλικρινής πολιτικός αναλυτής σαν το Γιώργο Λιλλήκα, για να εκφράσει ευθαρσώς την άποψή του για τα τεκταινόμενα. Κατά συνέπεια, θέλει αρετήν και τόλμην η επιλογή του υγιούς πολιτικού λόγου από ένα συγγραφέα που δεν επιζητεί να κερδίσει επιφανειακά τις εντυπώσεις σαν πλιατσικολόγος πολιτικάντης, αλλά να προβληματίσει εις βάθος, ως συνετός και έντιμος πολιτικός, σκεπτόμενους αναγνώστες, αφού κατά τον Wittgenstein Τα μεγάλα προβλήματα της ζωής δε λύνονται στην επιφάνεια, αλλά μονάxα στο βυθό. Σε επιφανειακές διαστάσεις παραμένουν άλυτα. Και στην προκειμένη περίπτωση, ο συγγραφέας Γιώργος Λιλλήκας, με σεβασμό προς τον αναγνώστη επιλέγει τον υγιή πολιτικό λόγο, αποδεικνύοντας την πολιτική αρετή και την τόλμη του ανδρός, με ένα και γλωσσικά αξιόλογο πόνημα, με το οποίο νοηματοδοτεί το «μήγαρις έχω άλλο στο νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα».
Σε αυτό το πνεύμα, θα επιχειρήσω παρακάτω να φωτίσω περαιτέρω την αξία του βιβλίου του Γιώργου Λιλλήκα με τα εργαλεία της κοινωνιογλωσσολογίας, και να αναδείξω τη σημασία της ορολογίας που χρησιμοποιεί μέσα από κάποια ενδεικτικά παραδείγματα με ταυτόχρονη προβολή αποσπασμάτων του βιβλίου, ώστε να διαφανεί ο σημασιολογικός τους ρόλος τόσο στη διαμόρφωση της συλλογικής μας αντίληψης για τις συνιστώσες του κυπριακού ζητήματος, όσο και στη στάση και τις διεκδικήσεις ή τις υποχωρήσεις της πολιτικής ηγεσίας του τόπου μας στις διαπραγματεύσεις για τη λύση του Κυπριακού.
Θέτω ως βάση για την κατανόηση του θέματος τις εξής κοινωνιογλωσσολογικές διαπιστώσεις:
1.    Η πρώτη αφορά στη διαλεκτική σχέση «γλώσσας και ύπαρξης, γλώσσας και σκέψης, γλώσσας και πράξης»:
«Γλώσσα και σκέψη», λέει o Τριανταφυλλίδης, «δείχνονται στενότατα και αδιάσπαστα ενωμένες, Η γλώσσα κάνει δυνατό να σχηματιστούν οι λογικές έννοιες και ορίζει το χαρακτήρα τους. Η γλώσσα με τη μορφή της καθορίζει τη μορφή της σκέψης. Σκέπτεται ο άνθρωπος με λέξεις και με εικόνες. Σκέψη και γλωσσική έκφραση δεν είναι χωριστά πράγματα, παρά η σκέψη αναδύεται μέσα στη μορφή που την εκφράζει.» Ο Χάιντεγκερ, υποστηρίζει ότι «Το λέγειν είναι ο κόμβος στον οποίο εκβάλλουν οι πολυσχιδείς επιθυμίες-επιδιώξεις-σκοπιμότητες, οι οποίες αποτυπώνονται (και) ως πολιτικός λόγος». Μπορούμε, άρα, να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι οι γλωσσικές επιλογές ενός πολιτικού συγγραφέα αντικατοπτρίζουν τόσο το βάθος και την ποιότητα της σκέψης του, όσο και τις βαθύτερες σκοπιμότητες και επιδιώξεις του. (Γι’ αυτό και, ας μου επιτραπεί να υποστηρίξω ότι η κακοποίηση της γλώσσας εκ μέρους των πολιτικών προσώπων, δεν είναι άσχετη με τις πολιτικές τους προθέσεις και πράξεις.)
Αναλόγως, η κοινωνιογλωσσολογία υποστηρίζει πως η ακρίβεια στην έκφραση συνδέεται αφενός με την ακριβή διερεύνηση και γνώση των δεδομένων, ώστε να αποφεύγονται οι ασάφειες και οι παρερμηνείες, και αφετέρου με τη νηφάλια θέαση των πραγμάτων, την ενάργεια της σκέψης και την αμεροληψία του συγγραφέα. Κατά συνέπεια, το ύφος ενός πολιτικού συγγραφέα αντανακλά την πρόθεσή του για αντικειμενικότητα, αμεροληψία και ειλικρίνεια, ή αντιθέτως για υποκειμενικότητα, μονοδιάστατη θέαση των πραγμάτων, μεροληψία, ακόμη και για ψεύδος. Κατά τον Μπαμπινιώτη «η γλώσσα μπορεί να συγ-καλύπτει τις σκέψεις και τα συναισθήματα, αλλά μπορεί και να απο-καλύπτει το πραγματικό νόημα των λέξεων.»
Όσον αφορά τη σχέση «γλώσσας και ύπαρξης», ο Wittgenstein υπογραμμίζει πως «οι περιορισμοί στη γλώσσα μου είναι περιορισμοί στον κόσμο μου» και ότι «είμαστε ό,τι είμαστε στο βαθμό που μπορούμε να εκφραστούμε γλωσσικά και να συναντηθούμε με τους άλλους», ενώ ο Austin συμπληρώνει πως «η γλώσσα του ανθρώπου είναι αλληλένδετη με τις πράξεις του, αφού κάθε γλωσσική πρόταση οδηγεί δυνάμει σε πρακτική δράση».
Είναι νομίζω σαφές, από τα πιο πάνω πως η γλώσσα όχι μόνο δεν είναι πολιτικά ουδέτερη, αλλά ότι αποτελεί έναν εξαίρετο καθρέφτη του πολιτικού ήθους. Τι απεικονίζει αυτός ο καθρέφτης για το συγγραφέα Γιώργο Λιλλήκα; Θα αναφέρω ακροθιγώς κάποιες παρατηρήσεις: Εύκολα διαπιστώνει κανείς ήδη από την πρώτη ανάγνωση του βιβλίου όχι απλώς τη γλωσσική επάρκεια του συγγραφέα, αλλά και το γλωσσικό πλούτο, την ακρίβεια και τη σαφήνεια με την οποία εκφράζεται, τη σωστή διάκριση των εννοιών, την ξεκάθαρη πολιτική σκέψη, η οποία αποδίδεται με εύστοχο και ειλικρινή πολιτικό λόγο. Δίνεται δηλαδή με τη σωστή πολιτική ορολογία, με τεκμηριωμένες αναφορές, με αιτιολογημένες θέσεις και με μεθοδική διερεύνηση ερωτημάτων, με διαλεκτικά σχήματα, ενώ συχνά ακολουθείται το σχήμα θέση-αντίθεση-σύνθεση. Πρόκειται για ένα λόγο διαυγή, ζωντανό, που εμπλουτίζεται με φυσικότητα από τη βαθιά γνώση των γεγονότων, που κάποτε γίνεται μάλιστα χυμώδης με ωραιότατα παραδείγματα από τη ζωή, που διαβάζεται ευχάριστα και οδηγεί αβίαστα στον προβληματισμό, σε αντίθεση με τον ξύλινο λόγο στον οποίο μας έχουν συνηθίσει οι πλείστοι πολιτικοί. Οι περιγραφές των πολιτικών συμπεριφορών είναι ιδιαίτερα σαφείς και ευκρινείς, εύστοχες, δίνονται με ακριβές λεξιλόγιο, χωρίς περιττολογίες ή γενικολογίες (του τύπου οι ξένες δυνάμεις ή οι ξένοι), χωρίς αοριστολογίες (όπως κατά κόρον χρησιμοποιούν συγκεκριμένοι πολιτικοί σήμερα, π.χ. κάποιοι ισχυρίζονται, μερικοί κατηγορούν, πολλοί διαδίδουν). Ο Γιώργος Λιλλήκας δε φοβάται να ονομάζει τα υποκείμενα των ρημάτων του, γι’αυτό και χρησιμοποιεί κυρίως ενεργητική φωνή στη σύνταξη των προτάσεών του, η οποία θεωρείται καταλληλότερη για ένα έντιμο κείμενο που τολμά να ονομάζει τα πράγματα χωρίς να υπεκφεύγει και να κρύβεται πίσω από την ανωνυμία της παθητικής φωνής. Η επιλογή αυτής της συντακτικής μορφής, της ενεργητικής, σαφώς συνδέεται με την ειλικρινή πρόθεση του συγγραφέα να αποδίδει συγκεκριμένα τις ευθύνες των αποφάσεων και των ενεργειών, είτε αυτές αφορούν στην εγχώρια είτε στην εξωτερική πολιτική σκηνή. Όπου οι ενέργειες χρήζουν αξιολόγησης, κρίνει τις συγκεκριμένες πράξεις και τις συνέπειές τους στο πλαίσιο των κοινωνικο-οικονομικο - πολιτικών συμφραζομένων, χωρίς ποτέ να καταφεύγει στην εύκολη λύση των εντυπωσιακών προσβλητικών ή εγκωμιαστικών επιθέτων, ή στην κακοήθεια της κατηγορίας και της προσβολής της προσωπικότητας του άλλου – είτε εκπροσώπου πολιτικής εξουσίας, είτε εθνοτικού συνόλου, λαού, κράτους. (Ως γνωστόν, αυτή η μέθοδος είθισται να χρησιμοποιείται από όσους αδυνατούν να απαντήσουν στις κατηγορίες που τους προσάπτονται και καταφεύγουν στην αήθη επίθεση στο ήθος του αντιπάλου, για να θολώσουν τα νερά). Ο Γιώργος Λιλλήκας δε χρειάζεται να θολώσει τα νερά. Αντιθέτως, επιλέγει την υφολογική ενάργεια, για να καταθέσει τεκμηριωμένα τις αιτιάσεις του, ενώ παράλληλα αποφεύγει την συλλήβδην απόδοση ευθυνών (τύπου φταίνε όλοι οι άλλοι, φταίνε οι ξένοι), καθώς με προσοχή και σύνεση διακρίνει την κάθε περίπτωση (π.χ. Αγγλία, ΗΠΑ), η οποία τοποθετείται αιτιολογημένα στο χωροχρονικό της πλαίσιο και ερμηνεύεται σύμφωνα με τα γεωπολιτικά δεδομένα και το εν εξελίξει πολιτικό γίγνεσθαι. Όταν για παράδειγμα επεξηγεί τη συμπεριφορά της διεθνούς κοινότητας απέναντι στο Κυπριακό, ο λόγος του δομείται με ισορροπία ανάμεσα στην περιγραφική χρήση του ρήματος στην ενεργητική φωνή (όπως είδαμε πιο πάνω), και τη λιτή αλλά εύστοχη χρήση των κατάλληλων επιθετικών και επιρρηματικών προσδιορισμών, γεγονός που τον αποτρέπει από την ευκολία του ατεκμηρίωτου χαρακτηρισμού, ενώ ταυτόχρονα φωτίζει επακριβώς το πολιτικό σκηνικό. Αναλόγως και όταν αναλύει τις πραγματικότητες που συνθέτουν το Κυπριακό, δεν καταφεύγει στο συγκινησιακό λόγο και τα συναισθηματικά ολισθήματα, αλλά με λιτό και ειλικρινή αφηγηματικό λόγο εστιάζεται στα γεγονότα παρά στην εντύπωση, στα δεδομένα παρά στις εικασίες. Επίσης, η εξέλιξη των συμπεριφορών που παρατηρεί καταγράφεται σε σχέση με συγκεκριμένες αναφορές σε αποφάσεις και πράξεις. Παράλληλα, ο Γιώργος Λιλλήκας δεν ομφαλοσκοπεί: ο φακός του δεν εστιάζεται μόνο στο Κυπριακό, γιατί έχει επίγνωση πως εκείνος που βλέπει μόνο το δέντρο θα χάσει τη θέαση του δάσους και, εν τέλει, το ίδιο το δάσος, ενώ αναγνωρίζει τη σημασία τόσο της «μεγάλης εικόνας» όσο και των λεπτομερειών που την συνθέτουν. Έτσι κι ο λόγος του, ακολουθεί συνάμα επαγωγική και παραγωγική πορεία, χωρίς να χάνεται σε γενικολογίες, αλλά με επαρκή τεκμηρίωση και νοηματική συνοχή οδηγείται στα συμπεράσματά του με λογική αναγκαιότητα. Η παρατήρηση των εξελίξεων της διεθνούς σκηνής του επιτρέπει να αντιλαμβάνεται την εξέλιξη των συμμαχιών και με οξυδέρκεια να αξιοποιεί αυτά που παρατηρεί για να φωτίσει τις εξωτερικές παραμέτρους που καθορίζουν την εξέλιξη του Κυπριακού. Ο χρόνος είναι πάντοτε σαφής και συγκεκριμένος, ποτέ αόριστος και γενικός (π.χ. δεν αναφέρεται γενικόλογα στην ιστορία με φράσεις τύπου πριν, παλαιότερα, κατά το παρελθόν). Η σημασία του χρόνου ερμηνεύεται μάλιστα σε ξεχωριστό κεφάλαιο με τον ομώνυμο διευκρινιστικό τίτλο[3], όπου διερευνάται η σχέση του με τη λύση του Κυπριακού και αναλύεται το δίλημμα «λύση τώρα ή λύση σε βάθος χρόνου» με ξεκάθαρη προσέγγιση των παραμέτρων της ουσίας του Κυπριακού, δηλαδή της στάσης της Τουρκίας, τη στάση της διεθνούς κοινότητας, τη μορφή και το περιεχόμενο της λύσης, τους κινδύνους και τις προοπτικές.
Διευκρινίζω ότι η έμφαση στην ακρίβεια και τη συγκεκριμενοποίηση του χρόνου και των υποκειμένων στην καταγραφή του ιστορικού γίγνεσθαι, είναι κατά τη γνώμη μου μια σημαντική αρετή της γραφής του Γιώργου Λιλλήκα, που αποδεικνύει τις ειλικρινείς του προθέσεις απέναντι στο αναγνωστικό του κοινό. Γιατί αφενός η ενεργητική σύνταξη (ποιος κάνει τι) προστατεύει τη γραφή από την αοριστολογία, την αφοριστική γενικολογία και το δογματισμό. Αφετέρου, ο χρόνος αποτελεί μια σημαντική παράμετρο για την κατανόηση του ιστορικο-πολιτικού γίγνεσθαι, εφόσον αυτό λειτουργεί εν δυνάμει και εν εξελίξει σε συνάρτηση με ποικίλες μεταβλητές που καθορίζουν την πορεία ή τις πορείες των γεγονότων. (Το απόσπασμα που προβάλλεται[4] αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της αρετής αυτής. Είμαι βέβαιη ότι εάν το βιβλίο γραφόταν σήμερα, ο Γιώργος Λιλλήκας θα ενέτασσε και πολλά άλλα διαφωτιστικά παραδείγματα για την αντίληψή του περί του διεθνούς γίγνεσθαι.) Εάν συμφωνήσουμε στην αξία της ακριβούς διατύπωσης των δεδομένων στον πολιτικό λόγο, γίνεται πιστεύω, απ’ όλους αντιληπτό, πως, αυτό που συχνά ονομάζεται στην πολιτική ζωή «εποικοδομητική ασάφεια», θεωρείται ανεπίτρεπτο σε ένα κείμενο πολιτικής ιστορίας και ανάλυσης, γιατί ενδέχεται να οδηγεί σε παρανόηση της ιστορίας, σε παρερμηνείες και εν τέλει σε λανθασμένες πολιτικές επιλογές. Ο Γιώργος Λιλλήκας δεν χρειάζεται να περιπέσει σε «εποικοδομητικές ασάφειες» για να στρεβλώσει τις εντυπώσεις, ούτε να καταφύγει στην πολιτική συνθηματολογία, τη μοιρολατρία ή την υπεραισιοδοξία, το δογματισμό και τα μοραλιστικά «πρέπει», τη συκοφαντία του αντιπάλου, για να κερδίσει ο ίδιος ως πολιτικός τις εντυπώσεις. Του αρκεί η νηφάλια, ρεαλιστική και ενδελεχής παρατήρηση, καταγραφή και ερμηνεία του ιστορικο-πολιτικού γίγνεσθαι και, εκεί όπου διαθέτει τα τεκμήρια, η θαρραλέα αποκάλυψη της αλήθειας. Μάλιστα, δεν υποστηρίζει ότι κατέχει τη μία και μόνη αλήθεια, αλλά αντιθέτως αναγνωρίζει τη σημασία της πολυεστιακής θεώρησης και της αντικειμενικής ανάγνωσης των γεγονότων σύμφωνα με δεδομένα και όχι εικασίες. Με ύφος απλό αλλά όχι απλοϊκό, ρεαλιστικό αλλά όχι ηττοπαθές, επεξηγεί και τεκμηριώνει χωρίς μεγαλοστομίες, υπερβολές ή καταχρηστικές διατυπώσεις. Ο λόγος του είναι πλούσιος χωρίς να λογοτεχνίζει, με μέτρο επικοινωνιακός, στο πλαίσιο ενός σοβαρού – και όχι σοβαροφανούς – ύφους, που σέβεται τη γνώση και την αντίληψη του αναγνώστη. Εξάλλου, διαλέγεται συνεχώς με τον αναγνώστη, ενώ με τα ερωτήματα που θέτει προς διερεύνηση καλεί σε προβληματισμό καταθέτοντας το δικό του. Στην αρχή μάλιστα του βιβλίου του επεξηγεί τις υφολογικές του επιλογές, υιοθετώντας την επιστημονική τεχνική της επεξήγησης της μεθοδολογίας, όπως πρώτος την εφάρμοσε ο μεγάλος ιστορικός Θουκυδίδης. (Η επίδραση του Έλληνα ιστορικού είναι όντως προφανής σε όλη την τεχνική της καταγραφής των γεγονότων.) Η επιλογή του να υιοθετήσει το τρίτο πρόσωπο στην ιστορική αφήγηση και την περιγραφή των συμπεριφορών που παρατηρεί και ερμηνεύει με εξωτερική εστίαση, προσδίδει την απαραίτητη καθαρότητα και αντικειμενικότητα στο ύφος, εφόσον το εγώ του πολιτικού Γιώργου Λιλλήκα και τα συναισθήματα από τις προσωπικές του εμπειρίες υποχωρούν συνειδητά μπροστά σ’έναν ουδέτερο και άρα αξιόπιστο αφηγητή, ο οποίος λειτουργεί ως κριτικός παρατηρητής και αμερόληπτος γνώστης των γεγονότων. Η παρατήρηση αυτή συνδέεται με μια άλλη σημαντική υφολογική αρετή του συγγραφέα: Με την αποστασιοποίησή του ως πολιτικού αναλυτή από την οποιαδήποτε κομματική γλώσσα και ύφος, των οποίων τα θλιβερά χαρακτηριστικά περιγράφει ο Μπαμπινιώτης στο κείμενό του «Γλωσσική Κομματικοποίηση, Λαϊκισμός και Επίδειξη», και τα οποία είμαι βέβαιη πως θα αναγνωρίσετε στον λόγο που εκφέρουν αρκετοί πολιτικοί (προφανώς όχι ο Γιώργος Λιλλήκας).           
Γράφει, λοιπόν, ο Μπαμπινιώτης για τη γλωσσική κομματικοποίηση ότι αυτή οφείλεται στη σφαλερή αντίληψη πως όσοι είναι εντεταγμένοι σ’ ένα κόμμα – πέρα από την κοινωνικοπολιτική ορολογία που χρησιμοποιούν σύμφωνα με την ιδεολογία τους – θα πρέπει να διαφοροποιηθούν γλωσσικά από τους οπαδούς άλλων κομμάτων ή από ομιλητές της γλώσσας που δεν είναι κομματικά εντεταγμένοι». Για το γλωσσικό λαϊκισμό υποστηρίζει πως πρόκειται για μια εξίσου σφαλερή τεχνητή μίμηση της λαϊκής γλώσσας μ’ ένα σταθερό χαρακτηριστικό: να γινόμαστε λαϊκότεροι του λαού. Και τούτο, γιατί ταυτίζουμε τη σημερινή σύνθεση του λαού με παλιότερες επαγγελματικές κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Η αντίληψη αυτή για τη γλώσσα (“μιλάω λαϊκά για να με καταλαβαίνει ο λαός”) θυμίζει τον τρόπο που χρησιμοποιούμε μιλώντας σε μικρά παιδιά: τους μιλάμε τεχνητά, τάχα για να μας καταλάβουν καλύτερα… Επιτρέψτε μου να νομίζω ότι επιστημονικά ο γλωσσικός λαϊκισμός δεν απέχει και πολύ από τον γλωσσικό παιδισμό. Είναι και τα δύο φτιαχτά, τεχνητά επινοήματα περιορισμένης επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας.»
Αν και νομίζω πως τα σχόλια περιττεύουν, θα έλεγα απλώς πως το βιβλίο του Γιώργου Λιλλήκα και σε αυτό το σημείο μπορεί να λειτουργήσει ως υπόδειγμα σοβαρού πολιτικού λόγου, ο οποίος μπορεί να πείσει καλύτερα τους σκεπτόμενους πολίτες του 21ου αιώνα, από οποιονδήποτε εκ του πονηρού ορμώμενο γλωσσικό λαϊκισμό.
Εξάλλου, σύμφωνα και με την άποψη των κοινωνιολόγων ότι «το μέσο είναι το μήνυμα», εύλογα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι το ύφος ταυτίζεται με το ήθος.
Επιστρέφω για λίγο στις κοινωνιογλωσσολογικές μας διαπιστώσεις, και συγκεκριμένα σε αυτήν που αφορά στη σχέση γλώσσας – κοινωνίας, αφού η γλωσσική επικοινωνία θεωρείται ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία κάθε κοινωνίας.  Υποστηρίζεται ότι η γλώσσα συμβάλλει στη διάδοση των ιδεών καθώς και στη διάπλαση της ατομικής και κοινωνικής αυτογνωσίας και συνείδησης, αφού ο πολιτισμός που εκφέρεται μέσω του λόγου συνδέεται με την «πόλη», στην οποία οι «πολίτες» πολιτεύονται, δηλαδή ασκούν πολιτική συμμετέχοντας στη λήψη των αποφάσεων. Οι κοινωνιογλωσσολόγοι διατείνονται ότι η γλώσσα νοηματοδοτεί τα φαινόμενα, μεταφέρει και κοινοποιεί αντιλήψεις, συμφέροντα ή διεκδικήσεις των μελών της κοινωνίας, κι έτσι η πολιτική λειτουργία της γλώσσας κατέχει μία κεφαλαιώδη θέση στα κοινωνικά δρώμενα, εφόσον το είδος και το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου ανάγονται ευθέως στο είδος του πολιτικού συστήματος και, κατ’ επέκταση, του πολιτικού πολιτισμού, που βιώνει μία κοινωνία ή μία εποχή. Ως εκ τούτου, η πολιτική ορολογία ενός συγγραφέα όσον αφορά στο Κυπριακό είναι κεφαλαιώδης, γιατί γύρω από αυτήν διαμορφώνονται οι αντιλήψεις μας για την πορεία και το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Γιώργος Λιλλήκας δε φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους, δεν κρύβεται πίσω από τις λέξεις, ακόμη κι όταν αυτές ενοχλούν όσους φοβούνται την παραδοχή της πραγματικότητας. Τολμά να χρησιμοποιήσει σωστά την ορολογία του διεθνούς δικαίου, να την επεξηγεί και να την υπερασπίζεται, γιατί δε χρειάζεται να χαϊδέψει τ’αυτιά κανενός αλλοιώνοντας τις λέξεις.
Από τις πιο απλές και αυτονόητες φράσεις, Κυπριακός Ελληνισμός, Τουρκοκύπριοι και Τούρκοι εκ Τουρκίας, Κυπριακή Δημοκρατία, τουρκοκυπριακή ηγεσία και Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, διακοινοτικές συγκρούσεις, στρατιωτική βία, εισβολή και κατοχή, στις οποίες εμμένει με σταθερότητα, μέχρι τις πιο σημαντικές, αυτές που αφορούν στην ονομασία της λύσης, ο Γιώργος Λιλλήκας αντιλαμβάνεται και αναλύει στις σελίδες του βιβλίου του την τεράστια σημασία της ορολογίας στην πολιτική γλώσσα, γιατί με αυτήν εκφράζονται πολιτικές θέσεις, διεκδικούνται ή απεμπολούνται τα δίκαια αιτήματα του λαού μας, αλλά και καθιερώνονται στρεβλωμένες αντιλήψεις. Αρχίζω από τα απλά: Από την επίμονη αναφορά του στον όρο Κυπριακή Δημοκρατία και τη σημασία που της αποδίδει. Θα μου πείτε, δεν είναι αυτονόητη αυτή η σημασία; Προφανώς ναι. Πώς ερμηνεύεται, όμως, το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν ελεύθερα σε έντυπα και στο διαδίκτυο κείμενα της πολιτείας στα οποία κατ’επανάληψη αναγράφεται ο όρος «Δημοκρατία της Κύπρου», τα οποία μάλιστα έχουν εκπονηθεί στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ή ο όρος «Κυπριακό Υπουργείο Παιδείας»; Ο Γιώργος Λιλλήκας αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη διεθνώς αναγνωρισμένη ορολογία Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία δηλώνει την ύπαρξη ενός διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους, αυτού που δίνει στο λαό μας διεθνή κρατική υπόσταση σε αντίθεση με τη λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείας Κύπρου». Αφήνω σε σας την απάντηση στο ερώτημα κατά πόσον είναι σημαντικό να επιμένουμε στη διατήρηση του όρου «Κυπριακή Δημοκρατία», να την συνδέουμε όπως ο Γιώργος Λιλλήκας με την ασφάλειά μας και με τον αγώνα που διεξάγουμε ως λαός ή να αφήνουμε να κυκλοφορούν ελεύθερα όροι που θυμίζουν την «Ενωμένη Δημοκρατία της Κύπρου» όπως προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν.
Κι εδώ, φτάνω στην τρίτη και τελευταία για σήμερα κοινωνιογλωσσολογική διαπίστωση, η οποία αφορά το ρόλο της γλώσσας ως όχημα μεταβίβασης των πολιτισμικών αξιών και ιδεών προς τις νεότερες γενεές, με σκοπό τη διαμόρφωση της κουλτούρας τους και της στάσης τους απέναντι στα κοινωνικά-πολιτικά δρώμενα.
Αν δεχτούμε ότι η γλώσσα διαμορφώνεται κάτω από συγκεκριμένους πολιτικούς κανόνες και λειτουργεί μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο κοινωνικών ρόλων, αντιλαμβανόμαστε πόσο εύστοχα ο Γιώργος Λιλλήκας καταθέτει το καυστικό του σχόλιο για το «κατάλληλο ισόπαλο αποτέλεσμα» στον ποδοσφαιρικό αγώνα μεταξύ Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων που διοργάνωσαν οι Βρετανοί στο πλαίσιο των «επαναπροσεγγιστικών» εκδηλώσεων για την ανάπτυξη σχέσεων «καλής γειτονίας», ανάμεσα στους «πρώην και νυν κατοίκους» της Κατωκοπιάς, όπου με την εύηχη λέξη «ισότητα» οι Βρετανοί διέγραψαν την κατοχή, την προσφυγιά, το δικαίωμα ιδιοκτησίας και την παρανομία. Εξίσου εύστοχα και μακριά από τον πειρασμό της εύκολης εθνικιστικής συνθηματολογίας, ο Γιώργος Λιλλήκας επεξηγεί την ορολογία που χρησιμοποιείται στις επαναπροσεγγιστικές δράσεις, και την αντικατάσταση των πολιτικών όρων από ψυχολογικούς όρους και πρακτικές, ωσάν το πρόβλημα των καλών σχέσεων ανάμεσα στις δύο Κοινότητες να ήταν ψυχολογικό και όχι πολιτικό.
Ερμηνεύοντας την αλλαγή στην πολιτική ορολογία[5] ως αποτέλεσμα της πρόθεσης της Αμερικής και της Αγγλίας να δημιουργήσουν ένα νέο ιδεολογικό ρεύμα, ο Γιώργος Λιλλήκας την συνδέει τόσο με την απολιτικοποίηση των γεγονότων όπως αυτή εκφράζεται στη φιλοσοφία των επαναπροσεγγιστικών δράσεων, όσο και με την απογύμνωση του Κυπριακού από την ιστορία, τις αιτίες που το προκάλεσαν και την πολιτική βάση που πρέπει να διέπει τη λύση του. Γι αυτό διαμαρτύρεται εμφαντικά για την εγκατάλειψη της ορολογίας που όριζε το κυπριακό πρόβλημα ως «πρόβλημα στρατιωτικής εισβολής και κατοχής με πτυχές διακοινοτικού χαρακτήρα» και τον αγώνα του Ελληνισμού της Κύπρου ως «αντικατοχικό και απελευθερωτικό» για «απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας». Σταθερός στις πολιτικές του αξίες, ο Γιώργος Λιλλήκας διαμαρτύρεται γιατί η πλειοψηφία της πολιτικής μας ηγεσίας αντικατέστησε τον όρο (και άρα τη διεκδίκηση) «δίκαιης λύσης» με την «λειτουργική και βιώσιμη λύση», ενώ την «κατοχή» την υποσκέλισε η «επαναπροσέγγιση». Το σχόλιό του - το οποίο πιστεύω ότι όλοι μοιραζόμαστε, είναι πως «η μεγάλη αυτή πολιτική στροφή δεν είναι ούτε αθώα ούτε αβλαβής. Θα έχει συνέπειες και επιπτώσεις που θα εκφραστούν στο περιεχόμενο της λύσης ».[6]
Ως διορατικός πολιτικός αναλυτής, ο Γιώργος Λιλλήκας αδιαμφισβήτητα αντιλαμβάνεται αυτό που οι κοινωνιογλωσσολόγοι ερμήνευσαν θεωρητικά ως αλλοτρίωση μέσω της γλώσσας, εξηγώντας πώς καλλιεργούνται συγκεκριμένες πολιτισμικές αξίες, στο πλαίσιο της ταυτότητας, ενώ κάποιες άλλες τίθενται στο περιθώριο, ώστε να διαμορφωθεί μια συγκεκριμένη κοσμοαντίληψη, συμβατή με συγκεκριμένες πολιτικές προθέσεις. Ο ίδιος επιμένει να ονομάζει με εννοιολογική ακρίβεια το άνοιγμα των οδοφραγμάτων ως «υπό όρους διακίνηση προσώπων διαμέσου της Πράσινης Γραμμής», να διακρίνει εννοιολογικά το ανεκπλήρωτο όνειρο των Ελληνοκυπρίων για το ταξίδι της επιστροφής στην πατρογονική γη από το «ταξίδι της επίσκεψης στα κατεχόμενα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας», τη βίαιη εκδίωξη των προσφύγων από τις πατρογονικές τους εστίες από τη λεγόμενη «μαζική μετακίνηση πληθυσμών» (κατά το «συνωστισμός στο λιμάνι της Σμύρνης»), το «ανθρωπιστικό πρόβλημα» (που επικαλούνται στο όνομα της προόδου οι εκφραστές της νέας ιδεολογίας του Κυπριακού) από τις πολιτικές παραμέτρους του παράνομου εποικισμού× την «επανένωση» της Κύπρου από την απελευθέρωση από τα τουρκικά στρατεύματα. Επιπλέον, ως οξυδερκής παρατηρητής αιτίων και αιτιατών, κρίνει την αλλαγή στο πολιτικό λεξιλόγιο, γιατί τη θεωρεί στενά συνυφασμένη με την αλλαγή στην ιδεολογία του Κυπριακού[7]. Ευθαρσώς καταγγέλλει τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης που επιχειρούν να καθορίσουν ιδεολογικές ταυτότητες στη βάση μιας ανιστόρητης και «απολίτικης» θεώρησης των πραγμάτων.
Με πικρία καταθέτει την εμπειρία όσων, μιλώντας σήμερα για εισβολή, κατοχή, για το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων, για διεκδικητική πολιτική,  προσδιορίζονται ως «εθνικιστές», «σοβινιστές», υποστηρικτές της «μη λύσης» ή της διχοτομικής λύσης»[8]. Η φωνή διαμαρτυρίας του Γιώργου Λιλλήκα σμίγει με τις φωνές όσων προασπίζονται τα δικαιώματα και των Ελληνοκυπρίων χωρίς να γίνονται εθνικιστές, όμως κατηγορούνται ασύστολα από τους εκπροσώπους της «σύγχρονης αντίληψης στο Κυπριακό» για αναχρονισμό, για αδιαλλαξία, για «σοβινιστική» και «εθνικιστική» έκφραση. Με πικρή ειρωνεία διαπιστώνει τη στρέβλωση των εννοιών και την οικειοποίηση της έννοιας ανθρωπισμός, από τους αυτοαποκαλούμενους «προοδευτικούς[9]», οι οποίοι έχουν πάψει να μιλούν για το δικαίωμα των προσφύγων, των παιδιών των προσφύγων να επιστρέψουν στη γη τους, αδιαφορούν για την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου και αντιμετωπίζουν τον εποικισμό ως ανθρωπιστικό και όχι ως πολιτικό ζήτημα. Ο ίδιος επιμένει να διατηρεί στο λεξιλόγιό του και να χρησιμοποιεί ορθά την έννοια της «εθνικής ταυτότητας» και της «πατρίδας», έστω κι αν κάποιοι θεωρούν τις έννοιες αυτές ως ιδεολογήματα του παρελθόντος.
Ο Γιώργος Λιλλήκας κατανοεί το λεγόμενο «πολιτικό ρεαλισμό» ως συγκεκαλυμμένο πολιτικό κυνισμό, που έχει ως ιδεολογικό υπόβαθρο την παραγνώριση της ιστορίας και οδηγεί στην εδραίωση της αδικίας. Σ’ αυτό το πλαίσιο εξηγεί για παράδειγμα πώς οι ίδιες λέξεις χρησιμοποιούνται από τους Βρετανούς με διαφορετική σημασία για την Τουρκία από ότι για τον Ελληνισμό (π.χ. εθνική περηφάνια), ή πώς επινοήθηκαν όροι για να δικαιολογηθούν συγκεκριμένες πολιτικές ενέργειες που λειτουργούν ως μοχλοί πίεσης προς την ελληνοκυπριακή πλευρά και ως μέσα αποενοχοποίησης της Τουρκίας (π.χ. «ευρωδιχοτόμηση», «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων). Και για να αντιληφθούμε πόση βαρύτητα αποκτά αυτή η ορολογία στη διεθνή σκηνή, σας καλώ να αναλογιστούμε την άποψη των γλωσσολόγων σύμφωνα με την οποία «με τη γλώσσα ο άνθρωπος μπορεί να δημιουργήσει μια καινούργια πραγματικότητα».
Τέλος, ο Γιώργος Λιλλήκας ερμηνεύει πώς ο καινοφανής όρος «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία» παραμένει ασαφής και επιτρέπει επικίνδυνες ερμηνείες τύπου «συνεταιρισμός δύο ίσων κρατών» σύμφωνα με την εξαρχής επιθυμία της Άγκυρας, που ουσιαστικά θα συνιστούν συγκεκαλυμμένη διχοτόμηση× γι’αυτό και, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος της νομιμοποίησης της διχοτόμησης, μέσα από την έξωθεν επιβεβλημένη και οξύμωρη διαδικασία της «παρθενογένεσης»,  ο Γιώργος Λιλλήκας επιμένει στο περιεχόμενο που θα δοθεί στον όρο «διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία», σύμφωνα με το οποίο θα καθοριστούν – μεταξύ άλλων - και οι λεπτομέρειες της σχέσης ανάμεσα στα λεγόμενα «συνιστώντα κράτη» και των αρμοδιοτήτων τους σε σχέση με την κεντρική εξουσία.
Η σημασία λοιπόν της ορολογίας για το Γιώργο Λιλλήκα δεν περιορίζεται στις λέξεις, αλλά τις θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικές για το εννοιολογικό περιεχόμενο που τους αποδίδεται και τη συμβολική τους λειτουργία για την πολιτική συμπεριφορά τόσο της πολιτικής ηγεσίας της Κύπρου όσο και των εκπροσώπων της διεθνούς πολιτικής σκηνής που εμπλέκονται με οποιονδήποτε τρόπο στο Κυπριακό. Ας θυμηθούμε εξάλλου και την περίφημη φράση του Φρανσουά Μιτεράν ότι «πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων». Και η διαχείριση των συμβόλων της Κυπριακής Δημοκρατίας (όχι μόνο των γλωσσικών, όπως είναι η ονομασία, αλλά και των άλλων, π.χ. σημαία, θυρεός, εθνικός ύμνος) παραμένει ως σήμερα ένα φλέγον θέμα, αφού συχνά εκλαμβάνονται ως ταυτόσημα του έθνους, αντί του κράτους. Ο Γιώργος Λιλλήκας, δίνει εξαρχής το στίγμα της πολιτικής του τοποθέτησης στο κυπριακό διακρίνοντας την έννοια της εθνικής ταυτότητας η οποία υποδηλοί το έθνος στο οποίο ανήκει ένας πολίτης από αυτήν του πολίτη ενός κράτους. Σας καλώ να διαβάσετε το συγκεκριμένο απόσπασμα [υποσ.10], προς άρσην κάθε παρερμηνείας επί του θέματος και ως απάντηση σε όσους σκόπιμα ή εν αγνοία τους συγχέουν το έθνος με το κράτος και είτε ταυτίζουν την αναφορά στην ελληνική μας εθνική ταυτότητα με τον εθνικισμό, είτε, στον αντίποδα, αντιλαμβάνονται τα σύμβολα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εχθρικά προς την ελληνικότητα. Ο Γιώργος Λιλλήκας πιστεύει ακράδαντα ότι η ιδιότητα του Κύπριου πολίτη συμπληρώνει την εθνική ιδιότητα της κάθε Κοινότητας. Ότι οι δύο αυτές συμβατές ιδιότητες και ταυτότητες συνέθεταν και συνθέτουν την ιδιαιτερότητα του κυπριακού χώρου.
Το βιβλίο (μαζί και η ανάλυσή μας) κλείνει εσωκλείοντας σε μια ενδεικτική παρένθεση ένα σοφό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη από τη Μαρία Νεφέλη – «καθείς και τα όπλα του», με τον οποίο εκφράζεται η ενδόμυχη επιθυμία του συγγραφέα να προκαλέσει έναν ελεύθερο κριτικό διάλογο, για να παραχθεί ένας δημιουργικός προβληματισμός, με μοναδικό στόχο να βοηθήσουμε όλοι στην εξεύρεση της καλύτερης πολιτικής που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια δίκαιη, βιώσιμη και λειτουργική λύση του Κυπριακού, για να μπορούν όλοι οι Κύπριοι να απολαύσουν τα δικαιώματά τους σε ένα ελεύθερο, ευρωπαϊκό και δημοκρατικό κράτος, σε συνθήκες ειρήνης και ασφάλειας.
Αγαπητοί φίλοι,
ως φιλόλογος μπορώ να επιβεβαιώσω ότι τα «όπλα» του συγγραφέα Γιώργου Λιλλήκα – δηλαδή ο πολιτικός του λόγος, όπως τον έχουμε αναλύσει, αλλά κι όπως εκφράζεται σήμερα – έχουν επιτύχει το στόχο τους. Ότι έχουν ταρακουνήσει τα λιμνάζοντα νερά της πολιτικής σκηνής, η οποία στο βιβλίο (με χιούμορ) παρομοιάζεται με «μια κατάσταση πολιτικής νιρβάνα». Πιστεύω ότι ο πολιτικός του λόγος όπως κατατίθεται στο βιβλίο του (και όχι μόνο) μπορεί να μας βοηθήσει να βαθύνουμε στην κοίτη της ανθρώπινης σκέψης, να εξουδετερώσουμε τα όπλα της στρεβλής εξουσιαστικής γλώσσας, να αντισταθούμε στη γλώσσα της διαφθοράς και της αυταρχικότητας που κυριαρχούν στην τοπική και διεθνή πολιτική σκηνή.
Ως κριτική αναγνώστης μελετών πολιτικής ιστορίας και ως λάτρης της ελληνικής γλώσσας, μπορώ να δηλώσω εδώ σήμερα ότι στο βιβλίο του Γιώργου Λιλλήκα έχω απολαύσει τον ιστορικό – αφηγηματικό του λόγο, αλλά και ότι έχω γοητευθεί από το σεβασμό του προς την ελληνική γλώσσα, τη σαφήνεια και την ανόθευτη ειλικρίνεια της γραφής του, την προσήλωσή του στην ακρίβεια των εννοιών. Κατά συνέπεια, υιοθετώντας την προαναφερθείσα ρήση του Wittgenstein (Είμαστε ό,τι είμαστε στο βαθμό που μπορούμε να εκφραστούμε γλωσσικά και να συναντηθούμε με τους άλλους) δηλώνω πως έχω πεισθεί για τη γνήσια και υγιή πολιτική σκέψη ενός πολιτικού συγγραφέα – ή εάν προτιμάτε – ενός συγγραφέα – πολιτικού.
Τέλος, ως πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως ένα ελεύθερα σκεπτόμενο άτομο με έγνοια για το παρόν και το μέλλον του τόπου μας, έχω πεισθεί και μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου από την τεκμηριωμένη επιχειρηματολογία του, πως ο πολιτικός Γιώργος Λιλλήκας διαθέτει και θα αξιοποιήσει «τα όπλα» της πολιτικής του σκέψης και του πολιτικού του ήθους για να επιτύχει τους στόχους με τους οποίους ξεκάθαρα κλείνει το βιβλίο του. Εναπόκειται πλέον σε μας, σε όλους τους ελεύθερα σκεπτόμενους πολίτες να αντιληφθούμε τις προοπτικές αυτού του δημιουργικού προβληματισμού, και να συμμετέχουμε στον αγώνα του για τη διαμόρφωση ενός πραγματικά ελεύθερου, ευρωπαϊκού και δημοκρατικού κράτους, στηρίζοντας με ανοιχτό κι ελεύθερο πνεύμα την πολιτική που μας προτείνει.
Τον ευχαριστώ και πάλι, γιατί μοιράστηκε μαζί μας το δικό του ελεύθερο πνεύμα.
Γιατί – όπως λέει κι ο ποιητής – «όποιος ελεύθερα συλλογάται, συλλογάται καλά». Κι αναμφίβολα, όπως ελπίζω να έχει διαφανεί, ο συγγραφέας – πολιτικός Γιώργος Λιλλήκας, συλλογάται και ελεύθερα, και καλά.


Σας ευχαριστώ.


[1] Ο Γιανναράς υποστηρίζει ότι «Όταν ο δημόσιος λόγος είναι κατά πλειοψηφία αναξιόπιστος, εμπορευματοποιημένος, αυτονόητα προσαρμοσμένος στην παραγωγή ψευδαισθητικών εντυπώσεων, τότε δεν υπάρχει μέσο και όργανο για να λειτουργήσει αξιολογική ιεράρχηση, ρεαλιστική αποτίμηση της πολιτικής πράξης και της κοινωνικής συμπεριφοράς. Όταν εξαλειφθούν οι προϋποθέσεις κριτικού λόγου, είναι αδύνατη η κοινωνική κριτική, η αποτίμηση της επιστημονικής, καλλιτεχνικής, επιχειρηματικής δραστηριότητας. Κι όταν σε μια κοινωνία δεν λειτουργούν φίλτρα κριτικής, ο πρωτογονισμός και η διάλυση κάθε συνοχής είναι αναπότρεπτα.». 
[2] Είναι γνωστό πως σε ολόκληρο τον κόσμο, οι δικτατορίες επιβάλλονται εν ονόματι της σωτηρίας των δημοκρατικών ελευθεριών των λαών. Η στρέβλωση και η αυθαιρεσία της διαφθοράς θριαμβεύουν σε βάρος της γλώσσας και του επικοινωνιακού της χαρακτήρα. Η μόνη που μπορεί να βοηθήσει το σημερινό άνθρωπο να αντισταθεί στη δύναμη και την ευτελιστική γοητεία της εξουσιαστικής γλώσσας είναι, νομίζω, πάλι η γλώσσα. Είναι, θα έλεγα, το υπέροπλο που έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει τα όπλα της τρέλας και της αυταρχικότητας. (Χρ. Τσολάκης)

[3] Ο χρόνος στην πολιτική, όπως και στη ζωή, είναι φορέας συνυφασμένος με την αλλαγή και την εξέλιξη. Ευθύνεται για την καθιέρωση της συνήθειας, της φθοράς, της βιολογικής ανάπτυξης. Δεν είναι, όμως, μια σταθερά που λειτουργεί μονοδιάστατα και προς μία μόνο κατεύθυνση. Είναι μια μεταβλητή συνισταμένη που έχει σύνθετη επίδραση: οδηγεί στη γήρανση και την αποδυνάμωση του ανθρώπινου σώματος, αλλά εμπλουτίζει το πνεύμα με εμπειρίες και σοφία.
Στην ιστορία και την πολιτική, όμως, ο χρόνος δεν είναι παράγοντας που δημιουργεί τις εξελίξεις. Είναι οι λαοί, οι πολιτικές δυνάμεις, οι χώρες και τα κράτη, οι άνθρωποι που δημιουργούν τις εξελίξεις. Άλλοι με τη δράση και τις πρωτοβουλίες τους κι άλλοι με την απάθεια και την αδράνειά τους, που επιτρέπουν στον αντίπαλο να καλύψει το κενό. (Γ. Λιλλήκα, Λύση του Κυπριακού: πραγματικότητες, διλήμματα και επιλογές, σελ.88)
[4] Συνηθίζεται να λέγεται ότι τίποτε δεν είναι στάσιμο στην πολιτική και την ιστορία: «τα πάντα ρει». Αυτό ισχύει και για το συσχετισμό δυνάμεων στη διεθνή σκηνή. Ισχύει και για τις συμμαχίες που διαμορφώνονται διεθνώς. Αυτές μπορεί σήμερα να ενισχύσουν τις θέσεις και τους στόχους ενός κράτους και αύριο μπορεί να αντιστρατεύονται τα συμφέροντα του ίδιου κράτους. Το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια της Προεδρίας Μπιλ Κλίντον βρισκόταν υπό πίεση για να αποδεχτεί ένα παλαιστινιακό κράτος. Η εκλογή Μπους και κυρίως οι τρομοκρατικές ενέργειες της 11ης Σεπτεμβρίου ανέτρεψαν τα δεδομένα, ενισχύθηκε το Ισραήλ, και οι Παλαιστίνιοι, όπως και ο ισλαμικός κόσμος, βρέθηκαν στημένοι στον τοίχο. Η Περσία του Σάχη ήταν σύμμαχος των ΗΠΑ, το Ιράν των Αγιατολάχ είναι ο μεγαλύτερος εχθρός των ΗΠΑ. Η Λετονία, η Εσθονία, η Λιθουανία, πρώην σύμμαχοι της Ρωσίας, συμμαχούν με τις ΗΠΑ και γίνονται μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα παραδείγματα που μαρτυρούν σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά των κρατών και στη σύνθεση των συμμαχιών είναι πολλά. […]
Και αυτή η αλήθεια πρέπει να συμπεριληφθεί στις μεταβλητές παραμέτρους που πρέπει να εκτιμώνται και να αξιολογούνται αντικειμενικά για τη διαμόρφωση μιας στρατηγικής με σαφείς πολιτικούς στόχους. Σημασία έχει η στάθμιση του παράγοντα «χρόνος» να λαμβάνει υπόψη όλες τις διαστάσεις και τις συνισταμένες που συνθέτουν το προβλεπτό και απρόβλεπτο στοιχείο της πορείας των πραγμάτων και όλα αυτά με ένα κριτικό πνεύμα σύνθεσης και όχι με πρόθεση απόδειξης της ορθότητας μιας προηγούμενης πολιτικής τοποθέτησης. Ο χρόνος δεν είναι μία (απλή ή περίπλοκη) σταθερά για να την επικαλείται ένας πολιτικός κατά το δοκούν και αναλόγως με το τι θέλει να αποδείξει ή να διαψεύσει. Είναι μια σύνθετη μεταβλητή, που ο πολιτικός καλείται να τη μελετήσει, να τη δει με διορατικότητα και να την αξιοποιήσει με ρεαλισμό ως εργαλείο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εθνικού στόχου. (Γ. Λιλλήκα, ο.π. σελ.98-99)

[5] Μέχρι πριν από μερικά χρόνια το κυπριακό πρόβλημα οριζόταν από όλες σχεδόν τις πολιτικές δυνάμεις ως «πρόβλημα στρατιωτικής εισβολής και κατοχής με πτυχές διακοινοτικού χαρακτήρα». Γινόταν διαχωρισμός ανάμεσα στις διεθνείς πτυχές (που μπορεί να διευθετηθούν μόνο με διάλογο με την Τουρκία) και τις εσωτερικές πτυχές (που μπορούν να τις ρυθμίσουν μεταξύ τους οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι). Ως συνέπεια αυτής της αντίληψης, στο πολιτικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιούσε η πολιτική ηγεσία υπήρχε και ο όρος «Απελευθέρωση των κατεχόμενων εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας». Ο αγώνας του Κυπριακού Ελληνισμού οριζόταν ως «αντικατοχικός και απελευθερωτικός» αγώνας, που στόχευε στην πλήρη ελευθερία της Κύπρου. Έτσι γινόταν αντιληπτή και η λύση του προβλήματος, η οποία έπρεπε να είναι δίκαιη. Η βάση του δικαίου ήταν αυτή που θα προσδιόριζε το περιεχόμενο και τη μορφή της λύσης. Βέβαια, το δίκαιο θα κάλυπτε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες τόσο της Ελληνοκυπριακής όσο και της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας. (Γ. Λιλλήκα, ο.π. σελ.107-108)

[6] Αυτή η αντίληψη σήμερα σχεδόν εξέλιπε ή, για την ακρίβεια, υιοθετείται πλέον από τη μειοψηφία της πολιτικής ηγεσίας. Το πολιτικό λεξιλόγιο άλλαξε: τη «δίκαιη λύση» την αντικατέστησε (με εξαίρεση τις προεκλογικές περιόδους) ο όρος «λειτουργική και βιώσιμη λύση», την «κατοχή» την υποσκέλισε η «επαναπροσέγγιση». Η μεγάλη αυτή πολιτική στροφή δεν είναι ούτε αθώα ούτε αβλαβής. Θα έχει συνέπειες και επιπτώσεις που θα εκφραστούν στο περιεχόμενο της λύσης. (Γ. Λιλλήκα, ο.π. σελ.107-108)
[7] Η αλλαγή που επήλθε στο πολιτικό λεξιλόγιο είναι η πιο εμφανής έκφανση της νέας ιδεολογίας του Κυπριακού. Αξιοποιώντας τους μηχανισμούς που διαμορφώνουν την κοινή γνώμη, αυτή η ανιστόρητη και «απολίτικη» θεώρηση των πραγμάτων επιχειρεί να καθορίσει ιδεολογικές ταυτότητες. (Γ. Λιλλήκα, ο.π. σελ.107-108)
[8] Όποιος σήμερα μιλά για εισβολή, κατοχή, για το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων, για διεκδικητική πολιτική προσδιορίζεται ως «εθνικιστής», «σοβινιστής», που «δεν θέλει λύση», ή, ακόμη χειρότερα, που «θέλει διχοτομική λύση». Είναι αναχρονιστής και ξεπερασμένος. Η προάσπιση των συμφερόντων και των Ελληνοκυπρίων είναι «σοβινιστική» και «εθνικιστική» έκφραση. Η απαγγελία κατηγοριών κατά της Τουρκίας, η κριτική κατά του Σχεδίου Ανάν και άλλων παρόμοιων λύσεων υποδηλοί «αδιάλλακτη» νοοτροπία. Η θέση για αποχώρηση όλων των εποίκων (που σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο είναι έγκλημα πολέμου) είναι «ρεβανσιονιστική» άποψη, που στερείται «ανθρωπιστικής ευαισθησίας». (Γ. Λιλλήκα, ο.π. σελ.107-108)
[9] «Σύγχρονος» και «προοδευτικός» θεωρείται αυτός που αντιλαμβάνεται το ζήτημα της αποχώρησης των εποίκων, που παράνομα βρίσκονται στα σπίτια των Ελληνοκυπρίων προσφύγων, ως ανθρωπιστικό και όχι ως πολιτικό ζήτημα. Ότι οι έποικοι έχουν κι αυτοί δικαιώματα και ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν με «ανθρωπιστικά κριτήρια», που θα τους νομιμοποιήσουν και θα τους επιτρέψουν να μείνουν στην Κύπρο και μετά τη λύση, άσχετα από την αλλοίωση του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου. Ο «προοδευτικός» άνθρωπος δεν μιλά για το δικαίωμα των προσφύγων, των παιδιών των προσφύγων να επιστρέψουν στη γη τους. Αυτό το ζήτημα δεν είναι ανθρωπιστικό. Το δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων απαλλοτριώθηκε από την ιδεολογία  του «σύγχρονου» και της «προόδου». Οι αναφορές σε «εθνική ταυτότητα» και «πατρίδα» είναι ιδεολογήματα του παρελθόντος και αποτελούν πηγή προστριβών. (Γ. Λιλλήκα, ο.π. σελ.112)
[10] Η αποδοχή και η κοινή χρήση των συμβόλων της Κυπριακής Δημοκρατίας θα μπορούσε να προσφέρει τη δυνατότητα δημιουργίας κοινών σημείων αναφοράς ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους. Η ταυτότητα του Κύπριου πολίτη από μόνη της αποτελούσε έναν κοινό πολιτικό χώρο. Όμως οι εύλογες ανασφάλειες, από τη μια, και η σύγχυση που επικρατούσε γύρω από το θέμα της ταυτότητας, από την άλλη, δεν επέτρεπαν την καθιέρωση του κοινού ενοποιητικού χώρου. Οι πλείστοι θεωρούσαν ή αντιλαμβάνονταν τα σύμβολα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εχθρικά προς τα εθνικά σύμβολα. Ανησυχούσαν μήπως η αποδοχή και η καθιέρωση μίας κυπριακής πολιτικής (με την ιδιότητα του πολίτη) ταυτότητας λειτουργούσε ως υποκατάστατο της εθνικής ταυτότητας. Δεν ήταν εύκολο σε κάποιους να κατανοήσουν τη διαφορά ανάμεσα στην ταυτότητα του πολίτη ενός κράτους και την εθνική ταυτότητα, που υποδηλοί το έθνος στο οποίο ανήκει ένας πολίτης. Δεν έγινε κατανοητό ότι οι δύο αυτές ταυτότητες δεν λειτουργούσαν ανταγωνιστικά, ως υποκατάστατο η μία της άλλης, αλλά συμπληρωματικά. Ότι η ιδιότητα του Κύπριου πολίτη συμπληρώνει την εθνική ιδιότητα της κάθε Κοινότητας. Ότι οι δύο αυτές συμβατές ιδιότητες και ταυτότητες συνέθεταν την ιδιαιτερότητα του κυπριακού χώρου. (Γ. Λιλλήκα, ο.π. σ.45-46)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Όλα τα σχόλια που αφορούν τα θέματα που αναρτώνται είναι ευπρόσδεκτα, εφόσον παραμένουν σε πλαίσιο σεβασμού και νομιμότητας. Ευπρόσδεκτες είναι όλες οι απόψεις, οι διαφωνίες, ο αντίλογος και η κριτική απέναντι στα γραφόμενα. Δεν επιτρέπονται σχόλια που περιέχουν στοιχεία λιβέλλου, ρατσιστικά, υβριστικά ή προσβλητικά για οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε στοιχείο του οικοσυστήματος. Ο συγγραφέας αυτού του ιστολογίου διατηρεί το δικαίωμα να διαγράψει οποιοδήποτε σχόλιο δε σέβεται την πιο πάνω αρχή.