Καλωσόρισμα




Προς υποψήφιους συνομιλητές των εκπαιδευτικών ασπαλάθων

Αθεράπευτα ελεύθεροι,

Επίμονοι υποστηρικτές του δημόσιου αγαθού της παιδείας ως δικαιώματος και ως χώρου δια-μόρφωσης του πολιτευόμενου πολίτη,

Αμετανόητα διαμαρτυρόμενοι για τα κακώς έχοντα στο δημόσιο βίο,

Εραστές του λόγου σε όλες τις διαστάσεις και τις προεκτάσεις της έννοιας,

Συνειδητά αποκλίνοντες ως μη υπάκουοι υπήκοοι των προκαθορισμένων προτύπων αγορασμένης "ευτυχίας",

Απολαμβάνοντες ώρες μοναχικής ενδοσκόπησης αλλά και κοινωνοί γενναιόδωροι όσων συν-κινούν τις ψυχές και διανοίγουν ποικίλες οδούς προς την κάθαρση,

Μοιραστείτε διαδικτυακά καταθέσεις ειλικρινούς στοχασμού σ'αυτά που σταδιακά θα ξετυλιχθούν στον ιστοχώρο αυτό.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Αποτελέσματα Παγκύπριων Εξετάσεων στα Νέα Ελληνικά

Από τα «Βατερλώ» στο νηφάλιο στοχασμό

Με αφορμή το δημοσίευμα του Υπουργού Παιδείας με τίτλο «οι επιδόσεις στις εξετάσεις και η ποιότητα της παιδείας», αλλά και τη δημόσια έκφραση της ικανοποίησής του για τα αποτελέσματα των φετινών Παγκύπριων Εξετάσεων στο μάθημα των Νέων Ελληνικών, παραθέτω - ως Φιλόλογος – κάποια σχόλια για το εξεταστικό δοκίμιο των Νέων Ελληνικών και για τις επιδόσεις των υποψηφίων.


Χωρίς να διαφωνώ με τον πολιτικό προϊστάμενο του Υπουργείου Παιδείας για το γεγονός ότι στις εξετάσεις των Νέων Ελληνικών συμμετέχει όλος ο μαθητικός πληθυσμός (άριστοι, μέτριοι και αδύνατοι, όπως τους διαχωρίζει), και ότι αναμένεται οι επιδόσεις να έχουν τη μορφή κανονικής κατανομής και να διακυμαίνονται ομαλά γύρω από το μέσο όρο (9.95/20 φέτος), για να υπάρχει διάκριση μεταξύ των μαθητών, ας μου επιτραπεί να αναφέρω τα εξής: Ο μέσος όρος των βαθμολογιών, ως γνωστό, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, με σημαντικότερο το βαθμό δυσκολίας του γραπτού, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις των οδηγιών διόρθωσης και με την αντιστοιχία γραπτού και οδηγιών / διδακτέας ύλης. Η οποία (ύλη) με τη σειρά της πρέπει να σχετίζεται με τη γλωσσική ετοιμότητα και ωριμότητα των μαθητών να ανταποκριθούν σε γλωσσικά φαινόμενα που συναντούν σε ένα κειμενικό περιβάλλον και να συντάξουν δομημένο και επικοινωνιακά κατάλληλο λόγο, αναλόγως της προαποκτηθείσας γνώσης, της ηλικίας τους, καθώς και πολλαπλών άλλων παραγόντων. Εάν, δηλαδή, δοθεί σε αποφοίτους Γ΄Λυκείου γραπτό με πολύ υψηλό δείκτη δυσκολίας, σε σχέση με τα προαναφερθέντα, ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων (με ή χωρίς κανονική κατανομή και ομαλή διακύμανση) αναμένεται ότι θα είναι πολύ χαμηλότερος της βάσης. Από την άλλη, εάν το γραπτό παρουσιάζει πολύ χαμηλό δείκτη δυσκολίας (π.χ. επιπέδου Γυμνασίου αντί Λυκείου) ο μέσος όρος αναμένεται ότι θα ανέβει αισθητά πάνω από τη βάση, έστω κι αν κάποιοι υποψήφιοι δώσουν λευκή κόλλα, γιατί η πλειοψηφία θα μπορέσει να απαντήσει με μεγάλη ευκολία στα απλοϊκά ερωτήματα και άρα να πάρει υψηλή βαθμολογία. Θα είμαστε τότε ευτυχείς για τα αποτελέσματα;
Τι έγινε με το φετινό γραπτό; Σύμφωνα με σχολιασμούς των διδασκόντων και των βαθμολογητών, ο δείκτης δυσκολίας στο σύνολο του γραπτού ήταν μάλλον χαμηλός και οι οδηγίες διόρθωσης επέτρεπαν να δίνονται εύκολα αρκετές μονάδες σε απλούστατα ερωτήματα, ενώ ελάχιστες μονάδες δίνονταν σε κάπως δυσκολότερα ζητήματα. Ταυτόχρονα απουσίαζαν παντελώς ερωτήσεις με υψηλό βαθμό δυσκολίας (π.χ. συλλογισμοί, αξιολόγηση λογικής ορθότητας ενός επιχειρήματος). Παράλληλα (και αυτό είναι προς πίστη των θεματοθετών) η διατύπωση όλων των ερωτήσεων ήταν σαφής και ξεκάθαρη και τα θέματα οικεία και κατανοητά από τους υποψηφίους. Καμία έκπληξη, κανένα λάθος, κανένα μπέρδεμα στα ζητούμενα. Εξίσου σαφείς ήταν και οι οδηγίες διόρθωσης, γεγονός που λειτούργησε βεβαίως προς όφελος των υποψηφίων. (Η σαφήνεια των οδηγιών αντανακλάται στο χαμηλό ποσοστό αναβαθμολογήσεων φέτος, γεγονός που πιστώνεται θετικά στους θεματοθέτες, αλλά και στους βαθμολογητές).
Με τα δεδομένα αυτά, όλοι ανέμεναν ότι ο μέσος όρος των φετινών αποτελεσμάτων θα ήταν αισθητά ανεβασμένος, σε σχέση με προηγούμενα έτη, προσδοκία που αποδείχθηκε ουτοπική. Άρα, μπορεί κανείς λογικά να συμπεράνει ότι η ανταπόκριση των υποψηφίων φέτος στο επίπεδο της γλωσσικής διδασκαλίας ήταν στην πραγματικότητα περισσότερο ανεπιτυχής και ανεπαρκής από τα προηγούμενα έτη. Εάν μάλιστα, στο πλαίσιο μιας επιστημονικής αξιολόγησης των εξετάσεων, ερωτηθούν οι βαθμολογητές, οι οποίοι διδάσκουν στη Γ’ Λυκείου, άρα γνωρίζουν καλά τι έχει προσφερθεί ως ύλη (κυρίως ως γνώση) στους μαθητές, είμαι βέβαιη ότι με τεκμήριο τα γραπτά που διόρθωσαν, θα πιστοποιήσουν τη γνωσιολογική ανεπάρκεια, την επιφανειακή προσέγγιση των ζητουμένων και τη γλωσσική πενία της πλειοψηφίας των μαθητών μας. Γεγονός που δεν απορρέει, φυσικά, από τη φοίτηση και τις εξετάσεις στην τελευταία τάξη του Λυκείου, αλλά χρήζει της προσοχής μας, για τη λήψη συστηματικών και ουσιαστικών μέτρων στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης, τα οποία απαιτούν επιστημονική και σφαιρική προσέγγιση (και όχι ευκαιριακές λύσεις), αύξηση (και όχι περικοπές) δαπανών για την παιδεία, σοβαρότητα (και όχι πολιτική εντυπωσιασμού).
Μια επιστημονική ανάλυση, βεβαίως, των αποτελεσμάτων, η οποία υποθέτω ότι θα λάβει υπόψη – μεταξύ άλλων – και τα σχετικά με τα προαναφερθέντα περί βαθμού δυσκολίας του γραπτού, θα μας δώσει την πραγματική εικόνα της γλωσσικής επάρκειας (και φευ, της ανεπάρκειας) των μαθητών - απόφοιτων Λυκείου και τις διαστάσεις του προβλήματος. (Ενός προβλήματος που γνωρίζουν πολύ καλά οι Φιλόλογοι.) Οποιεσδήποτε άλλες επίσημες δηλώσεις και εκτιμήσεις αυτών που κρίνουν με βάση μόνο τους αριθμούς, αποτελούν έπεα πτερόεντα βασισμένα σε στατιστικές αλχημείες, αφορμώμενα (πιθανόν) από πνευματικό ναρκισσισμό ή/και άγνοια και με στόχο (πιθανόν και πάλι) την αυτο-ικανοποίηση και ικανοποίηση ημετέρων και υμετέρων. Ευελπιστώ, βεβαίως, ότι δε στοχεύουν στην απόκρυψη της προχειρότητας ως προς τη λήψη ουσιαστικών μέτρων για αναβάθμιση του γλωσσικού μαθήματος (και όχι μόνο) στη δημόσια εκπαίδευση.

Μήνυμα απαξίωσης του γλωσσικού μαθήματος;
Εκείνο, όμως, που με προβληματίζει ιδιαίτερα, είναι το μήνυμα απαξίωσης του γλωσσικού μαθήματος που ενδέχεται να στέλλεται στους μαθητές, όταν τα τελευταία χρόνια απουσιάζουν από το γραπτό των Παγκύπριων Εξετάσεων ασκήσεις κατεξοχήν της Γ’ Λυκείου (και εννοώ τις ασκήσεις των συλλογισμών, και μάλιστα όχι τις τυπικές, αλλά εκείνες που κρίνουν την κατανόηση της λογικής ορθότητας ενός κειμένου, τη διάκριση λογικού και λογικοφανούς, επιχειρήματος και σοφίσματος, δίκαιου και παραπλανητικού λόγου), ενώ επιλέγονται υπεραπλουστευμένες και μηχανιστικές ασκήσεις του Γυμνασίου και της Α΄Λυκείου (π.χ. μια εύκολη άσκηση στην παράγραφο), και τυποποιημένα πλέον ερωτήματα στην πειθώ.
Είναι, βεβαίως, κατανοητή η πρόθεση των θεματοθετών να δώσουν ασκήσεις στις οποίες όλοι οι υποψήφιοι να μπορούν να ανταποκριθούν, ώστε να δοθεί δυνατότητα στο σύνολο των υποψηφίων, με ένα λογικό διάβασμα και έχοντας φοιτήσει ομαλά στο δημόσιο σχολείο, να πάρει απολυτήριο. Σε ποιο επίπεδο, όμως, γλωσσικής επάρκειας ανταποκρίνεται πλέον το απολυτήριο του Λυκείου, και σε ποιο βαθμό κατανόησης και κριτικής ανάλυσης των μηνυμάτων που υποδηλώνονται (ή έντεχνα αποκρύβονται) σε ένα κείμενο; Ποιο είναι το γνωσιολογικό υπόβαθρο των αποφοίτων Λυκείου, σε σχέση μάλιστα με την κριτική αποτίμηση της αποκτηθείσας γνώσης; Ποιες κοινωνικο-πολιτικές συνέπειες έχει η αδυναμία της νεολαίας να κατανοήσει το λόγο που εκφέρεται γύρω μας – πολιτικό, επιστημονικό, προπαγανδιστικό;
Και εξηγώ, ερωτώντας και πάλι: Πόσο ικανοποιημένοι αισθανόμαστε, όταν στις Παγκύπριες Εξετάσεις που κρίνουν το γλωσσικό επίπεδο των υποψήφιων επιστημόνων του τόπου μας, γίνονται δεκτές απαντήσεις στις λεξιλογικές ασκήσεις γραμμένες εντελώς ανορθόγραφα, και σε κάποιες περιπτώσεις, ερήμην των γραμματικών και συντακτικών κανόνων, για να «βοηθηθούν» οι υποψήφιοι; Ή όταν δίνονται μονάδες σε φλύαρες περιλήψεις, υποβαθμίζοντας την αξία της αφαιρετικής και συνθετικής ικανότητας, και, από την άλλη, σε τηλεγραφικές απαντήσεις στη λογοτεχνία, αποστερημένες από την ουσιαστική και βαθιά κατανόηση του έντεχνου λόγου; Ή, ακόμη, όταν δίνονται μονάδες σε απαντήσεις ανούσιες (απλό αναμάσημα των λόγων του συγγραφέα) και σε εκθέσεις χωρίς προβληματισμό, απλώς γιατί ο υποψήφιος «κάτι έγραψε»; Χωρίς να επιρρίπτω ευθύνες στους φετινούς θεματοθέτες και βαθμολογητές, οι οποίοι λειτούργησαν ανταποκρινόμενοι στο γενικότερο κλίμα των απαιτήσεων των καιρών για βαθμολογική χαλάρωση, και χωρίς να επιθυμώ το βαθμολογικό πέλεκυ και την «τιμωρία» των υποψηφίων για την άγνοια, τη γλωσσική ανεπάρκεια και τις γενικότερες αδυναμίες τους στην κατανόηση και εκφορά συνεχούς λόγου, αισθάνομαι (ως φιλόλογος που θεωρεί ότι η γλώσσα είναι η δύναμη του ελεύθερου ανθρώπου) βαθύτατη θλίψη, γιατί οι υποψήφιοι απόφοιτοι Λυκείου, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, χρειάζονται τέτοια «βοήθεια». Αλλά, με θλίβει ακόμη περισσότερο το γεγονός ότι, μετά από τέτοιες «εκπτώσεις» στα θέματα και στον τρόπο αξιολόγησης των γραπτών των Παγκύπριων Εξετάσεων, κάποιοι δηλώνουν «ικανοποιημένοι» με τα αποτελέσματα των εξετάσεων στα Νέα Ελληνικά.
Ομολογώ, επίσης, ότι αισθάνθηκα βαθύτατη θλίψη, όταν διαπίστωσα – ως βαθμολογητής - στις απαντήσεις των ερωτήσεων της λογοτεχνίας ότι η πλειοψηφία των υποψηφίων :
(α) αγνοούσε ή είχε παρανοήσει τα γεγονότα της κρίσιμης δεκαετίας 63-74 στην Κύπρο, σε βαθμό που να εμφανίζεται η εισβολή ως νέμεση για το λαό μας!!!  (Και το σχόλιό μου δεν περιέχει «πατριδοκαπηλία» - όπως αναφέρει το άρθρο του Υπουργού για «κάποιους κύκλους» που ασκούν κριτική για την εκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης - αλλά οργή και αγανάκτηση. Πιστεύω δε ότι η οργή μου εκφράζει όλους όσοι αντιλαμβάνονται με ευθυκρισία την ιστορία και αγανακτούν με τη μετατροπή της ιστορικής προσέγγισης των γεγονότων της πρόσφατης κυπριακής ιστορίας σε ευκαιριακά πολιτικά συνθήματα),
(β) είχε ταυτίσει τη νέμεση με την εκδίκηση της φύσης στο διήγημα «Σοροκάδα», διαστρεβλώνοντας ουσιαστικά το αισχύλιο σχήμα ύβρις – νέμεση – κάθαρση, το οποίο κυριαρχεί στην ελληνική φιλοσοφική θεώρηση της ανθρώπινης υπόστασης, αλλά και αποκαλύπτοντας πόσο επιφανειακά αντιμετωπίζονται σήμερα εκείνα που – κατά το Σεφέρη – μπορούν να «χαλάσουν το τέρας», 
(γ) αδυνατούσε να τοποθετήσει τα λογοτεχνικά κείμενα στο ιστορικό, πολιτικο-κοινωνικό τους συγκείμενο, - προφανώς γιατί στη συλλογική συνείδηση των σύγχρονων Κυπρίων δεν λειτουργεί πια ο πολιτικός (με την πλατιά έννοια του όρου) λόγος των λογοτεχνικών ειδών.

Και επειδή όλα τα πιο πάνω, είναι κατά την άποψή μου άρρηκτα συνδεδεμένα με τη διαμόρφωση της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας και συνείδησης σε σχέση με το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι, με την αξιολόγηση της κοινωνικής συμπεριφοράς και - κυρίως - με την αποτίμηση της πολιτικής πράξης, ας μου επιτραπεί, ως απάντηση στην ανάλυση του Υπουργού Παιδείας για τις επιδόσεις στις εξετάσεις και την ποιότητα της παιδείας, να παραθέσω απόσπασμα από κείμενο του συγγραφέα των βιβλίων της γλώσσας του Λυκείου, αφυπηρετήσαντα καθηγητή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κ. Χρ. Τσολάκη :

Είναι γνωστό πως σε ολόκληρο τον κόσμο, οι δικτατορίες επιβάλλονται εν ονόματι της σωτηρίας των δημοκρατικών ελευθεριών των λαών. Η στρέβλωση και η αυθαιρεσία της διαφθοράς θριαμβεύουν σε βάρος της γλώσσας και του επικοινωνιακού της χαρακτήρα. Η μόνη που μπορεί να βοηθήσει το σημερινό άνθρωπο να αντισταθεί στη δύναμη και την ευτελιστική γοητεία της εξουσιαστικής γλώσσας είναι, νομίζω, πάλι η γλώσσα. Είναι, θα έλεγα, το υπέροπλο που έχει την ικανότητα να εξουδετερώνει τα όπλα της τρέλας και της αυταρχικότητας. Και γόμωση αυτού του υπέροπλου είναι εξάπαντος η παιδεία με τις δυναμικές της. Αυτές θα βαθύνουν την κοίτη της ανθρώπινης σκέψης, θα καλλιεργήσουν την αρετή του ανθρώπου, θα τον καταστήσουν ευαίσθητο στο ωραίο και στην ανθρωπιά, θα τον συνδράμουν να αποκτήσει μηχανισμούς αντίστασης και να κατακτήσει την ελευθερία του. Γιατί την πιο μεγάλη δύναμη την διαθέτει η πιο ελεύθερη ψυχή. Αυτή έχει και την πιο δυνατή γλώσσα. Δυνατότερη ακόμη και από τη γλώσσα της εξουσίας.
"Τα μεγάλα προβλήματα της ζωής", λέει ο Wittgenstein,  
"δε λύνονται στην επιφάνεια, αλλά μονάxα στο βυθό. Σε επιφανειακές διαστάσεις παραμένουν άλυτα."
Και στο βυθό βρίσκεται η ψυχή του ανθρώπου.»

4 σχόλια:

  1. χαίρομαι πραγματικά που δημοσιεύονται προβληματισμοί όπως ο πιο πάνω. συμφωνώ ότι το γεγονός ότι παρόλο που φέτος τα θέματα ήταν απόλυτα προσιτά στην πλειοψηφία των μαθητών και οι οδηγίες σαφείς με στόχο την πριμοδότηση των μαθητών με μονάδες, ο μέσος όρος πλησίασε τη βάση, πρέπει να μας ανησυχήσει ακόμη περισσότερο για το είδος και το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης. απασχολεί καθόλου τους αρμόδιους η ολέθρια συνέπεια στην γνώση και αντίληψη της γλώσσας από την κατάργηση της ορθογραφίας στο δημοτικό;στην πρώτη γυμνασίου τα παιδιά καλούνται να γνωρίζουν όχι μόνο ορθογραφία της κοινής νεοελληνικής αλλά να κατανοούν στο μάθημα των αρχαίων και την παλαιότερη ορθογραφία και το πολυτονικό σύστημα τονισμού. σε ποια γνώση από το δημοτικό θα κτίσουν για να συνδέσουν και να βοηθηθούν;πολύ θα ήθελα να βγεί ο υπουργός ή κάποιος υψηλόβαθμος αρμόδιος να εξηγήσει δημόσια που στοχεύει η κατάργηση της ορθογραφίας στο δημοτικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χρήστο μου καλά τα λες. Για να εξηγήσει, όμως, δημόσια οποιοσδήποτε υψηλόβαθμος αρμόδιος, πρέπει και να στηρίζεται σε επιστημονικά - ερευνητικά τεκμήρια, αλλιώς απλώς θα κρίνει κατά το δοκούν - όπως συνηθίζεται. Δεν μας έχουν συνηθίσει, εξάλλου, στα μεγάλα λόγια, τα οποία παρουσιάζουν μια επίφαση επιστημονικότητας, για να καλύψουν κενά και αδυναμίες; Η παρανόηση των σύγχρονων παιδαγωγικών θεωριών και της ψυχολογίας έδωσε (κάτω από την πρόφαση "να μην πληγωθούν τα παιδιά") τη δυνατότητα σε πειραματισμούς αντιεπιστημονικούς και επικίνδυνους, οι οποίοι φαίνεται ότι κάποιους βολεύουν.
    Δοκίμασε, αν θέλεις, να αμφισβητήσεις το... αυταπόδεικτο ότι ο Υπουργός μας - και ο κάθε Υπουργός - είναι αυθεντία επί του θέματος, απλώς και μόνο λόγω της καρέκλας του (την οποία παρεπιμπτόντως οι Υπουργοί αποκτούν με τα γνωστά κριτήρια!!!)
    Και εξάλλου... εκτός από τους λίγους που αντιλαμβάνονται τη σχέση γλώσσας και πολιτικής, γλώσσας και ταυτότητας πολιτικής, γλώσσας και ήθους ελεύθερου, οι "πολιτικοί" των ημερών μας με μεγάλη ευκολία θα σουν πως "με την ορθογραφία θα ασχολούμαστε τώρα;" Κι άντε να τους εξηγήσεις (εκείνους που μιλούν τη ξύλινη γλώσσα του κόμματος) για την ιστορικότητα της γλώσσας, η οποία χάνεται με την απώλεια της ορθογραφίας, με όσα αυτό συνεπάγεται... Αφού απλώς δε θέλουν να καταλάβουν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Κωνσταντίνος Ξενοφώντος19 Αυγούστου 2010 στις 10:44 π.μ.

    Προσωπικά πιστεύω ότι η προσέγγιση που υιοθετείται για τη διδασκαλία του γλωσσικού μαθήματος στο λύκειο είναι στεγνή. Θυμάμαι, από τις (ίσως πια όχι και τόσο) πρόσφατες εμπειρίες μου ως μαθητής ότι αναμενόταν από μας να αποστηθίσουμε στείρες γνώσεις τύπου «η σημασία του ήλιου στην ποίηση του Ελύτη». Στο δε ζήτημα της έκθεσης, σε κάθε θέμα/προβληματισμό η απάντηση ήταν το τρίπτυχο «οικογένεια, παιδεία, θρησκεία», που παρουσιαζόταν ως πανάκεια. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι οι μαθητές δε μαθαίνουν να σκέφτονται κριτικά, αλλά να παπαγαλίζουν έτοιμες συνταγές. Τολμώ να παραδεχτώ ότι στο λύκειο, αριστούχος μαθητής, έγραφα εκθέσεις απ’ αυτές που σαγήνευαν τους περισσότερους φιλολόγους μιας και περιείχαν «σοφιστικέ» λεξιλόγιο και λόγιες εκφράσεις (αυτές τις τελευταίες τις χρησιμοποιούσα με κάθε ευκαιρία). Κι όμως, στο πανεπιστήμιο συνειδητοποίησα πόσο κενός ήταν ο λόγος μου, ότι άλλο οι εντυπωσιακές γλωσσικές φανφάρες κι άλλο η επιτυχημένη επιχειρηματολογία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Όλα τα σχόλια που αφορούν τα θέματα που αναρτώνται είναι ευπρόσδεκτα, εφόσον παραμένουν σε πλαίσιο σεβασμού και νομιμότητας. Ευπρόσδεκτες είναι όλες οι απόψεις, οι διαφωνίες, ο αντίλογος και η κριτική απέναντι στα γραφόμενα. Δεν επιτρέπονται σχόλια που περιέχουν στοιχεία λιβέλλου, ρατσιστικά, υβριστικά ή προσβλητικά για οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε στοιχείο του οικοσυστήματος. Ο συγγραφέας αυτού του ιστολογίου διατηρεί το δικαίωμα να διαγράψει οποιοδήποτε σχόλιο δε σέβεται την πιο πάνω αρχή.