Καλωσόρισμα




Προς υποψήφιους συνομιλητές των εκπαιδευτικών ασπαλάθων

Αθεράπευτα ελεύθεροι,

Επίμονοι υποστηρικτές του δημόσιου αγαθού της παιδείας ως δικαιώματος και ως χώρου δια-μόρφωσης του πολιτευόμενου πολίτη,

Αμετανόητα διαμαρτυρόμενοι για τα κακώς έχοντα στο δημόσιο βίο,

Εραστές του λόγου σε όλες τις διαστάσεις και τις προεκτάσεις της έννοιας,

Συνειδητά αποκλίνοντες ως μη υπάκουοι υπήκοοι των προκαθορισμένων προτύπων αγορασμένης "ευτυχίας",

Απολαμβάνοντες ώρες μοναχικής ενδοσκόπησης αλλά και κοινωνοί γενναιόδωροι όσων συν-κινούν τις ψυχές και διανοίγουν ποικίλες οδούς προς την κάθαρση,

Μοιραστείτε διαδικτυακά καταθέσεις ειλικρινούς στοχασμού σ'αυτά που σταδιακά θα ξετυλιχθούν στον ιστοχώρο αυτό.

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Η «δαιμονοποίηση» των εκπαιδευτικών

Τις τελευταίες μέρες, με αφορμή τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών -συνδικαλιστικών οργανώσεων απέναντι στα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, έχει παρατηρηθεί ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό φαινόμενο για το κοινωνικό γίγνεσθαι: κάποιοι δημοσιογράφοι, πολιτικοί αλλά και (τυχαίο άραγε;) απλοί πολίτες έχουν εξαπολύσει μια – ας μου επιτραπεί – ατεκμηρίωτη και ιδιαίτερα προσβλητική λεκτική επίθεση εναντίον του συνόλου των εκπαιδευτικών και της συνδικαλιστικής τους ηγεσίας, αγνοώντας προφανώς (συνειδητά ή ασυνείδητα) τις κοινωνικές διαστάσεις και συνέπειες μιας τέτοιας αντιμετώπισης.

Τα «πυρά» εκείνων που αποφάσισαν πως οι εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, και ιδιαίτερα οι εκπαιδευτικοί, είναι «τα κακά δαιμόνια» που ευθύνονται για το δημοσιονομικό έλλειμμα (και συνεπώς πρέπει να γίνουν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για όλα μας τα προβλήματα) επικεντρώνονται στα εξής σημεία:

«Οι εκπαιδευτικοί», λένε, «υπεραμοίβονται σε σχέση με το τι προσφέρουν. Οι μισθοί τους είναι πολύ ψηλοί, ενώ εργάζονται ελάχιστα, αφού τα παιδιά μας πρέπει να τρέχουν στα φροντιστήρια, για να μάθουν αυτά που δεν τους μαθαίνουν στο σχολείο. Έχουν πολλές διακοπές, εργάζονται μόνο τα πρωινά και τις περισσότερες ώρες στο σχολείο κάθονται. Είναι, λοιπόν, προνομιούχοι, και παίρνουν περισσότερα από όσα προσφέρουν. Άρα, το κράτος όχι μόνο πρέπει να περιορίσει δραστικά τα εισοδήματα των εκπαιδευτικών, αλλά πρέπει και να τους αυξήσει τη δουλειά». Κατά την άποψη μάλιστα κάποιων αρθρογράφων, «οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν κανένα δικαίωμα να διαμαρτύρονται για τις περικοπές που γίνονται στο μισθό τους και οι αργόσχολοι συνδικαλιστές θα ήταν καλύτερα να δούλευαν στο σχολείο, παρά να πληρώνονται από το κράτος για να διαμαρτύρονται για τα δήθεν κεκτημένα δικαιώματά τους

Μερικοί ακόμη αρθρογράφοι, «υπέρμαχοι» του δημόσιου σχολείου, συκοφαντούν συλλήβδην τους εκπαιδευτικούς για «ανικανότητα, ελλιπείς γνώσεις, οκνηρία», για « συχνές απουσίες από το σχολείο» και για «πολυήμερες άδειες με ψύλλου πήδημα» (χωρίς φυσικά να μελετήσουν τις στατιστικές). Από τη δημόσια προσβολή των εκπαιδευτικών δεν απουσιάζουν βεβαίως οι συκοφαντικές αναφορές «στους αργόσχολους» και «στους προβληματικούς καθηγητές», καθώς και στην παραπαιδεία, αφού – κατά την άποψη κάποιων δημόσιων κατηγόρων – «οι εκπαιδευτικοί δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους στο σχολείο, γιατί κάνουν φροντιστήρια τα απογεύματα στους μαθητές τους».

Θα μπορούσα να προσθέσω αρκετές ακόμη προσβλητικές αναφορές, οι οποίες ξεπερνούν τα όρια της ανοχής εκείνων που αισθάνονται για άλλη μια φορά το άδικο και αβάσιμο τέτοιων ισχυρισμών και που αντιλαμβάνονται τις βαθύτερες συνέπειες της «δαιμονοποίησης» των εκπαιδευτικών, οποιαδήποτε κι αν είναι τα κίνητρα των «δημόσιων κατηγόρων».

Αν και δεν είναι δύσκολο να ανατρέψω τεκμηριωμένα τα χάριν εντυπώσεων λεκτικά πυρά, δε θα μπω στον πειρασμό να το πράξω, γιατί δεν πιστεύω ότι ως εκπαιδευτικός ή ως συνδικαλίστρια έχω λόγο να «απολογηθώ» εκ μέρους των συναδέλφων μου. Αντιθέτως, ευελπιστώ ότι ο οποιοσδήποτε σκεπτόμενος πολίτης, με νηφάλιο πνεύμα και με πρόθεση αντικειμενικής αποτίμησης των δεδομένων, μπορεί αφενός να κατανοήσει τι σημαίνει η δήλωση της ΟΕΛΜΕΚ: «οι εκπαιδευτικοί αποδέχονται να συνεισφέρουν στα κρατικά ταμεία αυτό που τους αναλογεί», και αφετέρου να αξιολογήσει σωστά την πραγματική αξία της εργασίας και την προσφορά των εκπαιδευτικών.

Θέτω απλώς προς προβληματισμό κάποια ερωτήματα:
  1. Ποιο είναι το ποσό της συνεισφοράς που αναλογεί στον κάθε ένα από τους πολίτες αυτής της χώρας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται και να αναχαιτιστούν τα χειρότερα; Ποιοι τελικά πληρώνουν και ποιοι όχι;
  2. Αμοίβονται προνομιακά οι εκπαιδευτικοί (με δεδομένες τις απαιτήσεις σε τετραετείς τουλάχιστον πανεπιστημιακές σπουδές, τα έτη αναμονής στον κατάλογο διοριστέων, την απαραίτητη ενός έτους προϋπηρεσιακή κατάρτιση για να προσληφθούν στην κλίμακα Α8 στην οποία προσλαμβάνονται όλοι οι πτυχιούχοι);
  3. Μήπως τα πυρά που στρέφονται ενάντια στους εργαζόμενους στο δημόσιο, και δη στους εκπαιδευτικούς, απλώς προφυλάσσουν κάποιους άλλους πραγματικά προνομιούχους, ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζουν το πεδίο για να πληγούν περαιτέρω και οι υπόλοιποι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα;
  4. Τι θα έδειχνε μια ευρεία διερεύνηση και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων όλων των πολιτών (συμπεριλαμβανομένων και των εκπαιδευτικών), του «πόθεν έσχες» και της πραγματικής συνεισφοράς του κάθε ενός στα κρατικά ταμεία; Ποιους βολεύει η απόκρυψη ή η συγκάλυψη στοιχείων, ώστε να στρεβλώνονται έντεχνα οι εκτιμήσεις των πολιτών για τα οικονομικά δεδομένα των μισθωτών; 
  5. Είναι σύμφωνος με τη δημοσιογραφική δεοντολογία ο δημόσιος αφορισμός μιας τάξης εργαζομένων, όταν ο «καταγγέλλων» προφανώς δε γνωρίζει τα πραγματικά καθήκοντα και τις συνθήκες της εργασίας του συμπολίτη του, τις αντικειμενικές δυσκολίες και τις ευθύνες που η εργασία του συνεπάγεται; Σε ποια δεδομένα στηρίζονται εκείνοι που τόσο αλόγιστα και «μεγαλοστόμως» δηλώνουν ότι «ο πραγματικός χρόνος εργασίας ενός εκπαιδευτικού είναι ο χρόνος της παρουσίας του στην τάξη»;

Θεωρώ αχρείαστο να αναλύσω το τι απαιτεί μια σωστή διδασκαλία σε προετοιμασία, μελέτη, ετοιμασία υλικού, διόρθωμα, αλλά και διαρκή επιμόρφωση, αυτοαξιολόγηση, κ.τ.λ., με δεδομένη τη συνεχή εξέλιξη των επιστημών και της τεχνολογίας, αλλά και τις διαρκείς κοινωνικές αλλαγές, που απαιτούν ανανέωση των γνώσεων και των παιδαγωγικών μεθόδων και αδιάλειπτη ανατροφοδότηση μεταξύ διδάσκοντος και διδασκόντων. Ούτε είναι στις προθέσεις μου να προσβάλω εκείνους που, αγνοώντας προφανώς ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας του σχολείου, παραγνωρίζουν την εργασία και τις ευθύνες των εκπαιδευτικών στις ποικίλες και πολυάριθμες εξωδιδακτικές δραστηριότητες που συμβάλλουν στην πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των παιδιών και των εφήβων. Δεν μπορώ όμως να μη σχολιάσω την επιπόλαια απόπειρα μετακύλισης των ευθυνών για τα πραγματικά προβλήματα του δημόσιου σχολείου (π.χ. βία και παραβατικότητα, αλφαβητισμός και σχολική αποτυχία) στους λειτουργούς που το υπηρετούν. Γιατί πιστεύω πως τόσο η ηθελημένη άγνοια - και συνεπώς η συγκάλυψη - των πολλαπλών κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που οδηγούν στη σχολική αποτυχία και την παραπαιδεία, όσο και η ανάγκη κάποιων να αποδώσουν τις ευθύνες για όλα τα κακά του δημόσιου σχολείου στους «ανεπαρκείς και αργόσχολους» εκπαιδευτικούς, επαυξάνουν τα προβλήματα, αφού μας απομακρύνουν από οποιαδήποτε προοπτική ουσιαστικής κατανόησης και αντιμετώπισης των προβληματικών φαινομένων στη ρίζα τους και άρα υποσκάπτουν τις όποιες ειλικρινείς απόπειρες αναβάθμισης του δημόσιου σχολείου.

Κλείνω με δύο ακόμη ερωτήματα:
  1. Πόσο επικίνδυνο για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών είναι να προσβάλλονται δημόσια έννομες συνδικαλιστικές ενέργειες, όταν στο πρόσωπο και τις συνδικαλιστικές αποφάσεις της ηγεσίας της ΟΕΛΜΕΚ πλήττεται η πολιτική χρησιμότητα και η κοινωνική ωφέλεια ενός κατοχυρωμένου από το σύνταγμα δικαιώματος των εργαζομένων: αυτό του συνδικαλίζεσθαι;
  2. Πόσο ζημιογόνο είναι για το κύρος και την αξιοπιστία της Δημόσιας Εκπαίδευσης, όταν συστηματικά και εν αδίκω πλήττεται δημόσια η αξιοπρέπεια και η εργασιακή επάρκεια των εκπαιδευτικών με ατεκμηρίωτους και παραπλανητικούς ισχυρισμούς; Πώς θα καλλιεργηθεί ο σεβασμός και η εκτίμηση για τη γνώση, όταν γονείς και μαθητές βομβαρδίζονται με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς για τους λειτουργούς της δημόσιας εκπαίδευσης που έχουν αναλάβει ως καθήκον όχι μόνο τη μετάδοση γνώσεων και την ανάπτυξη των δεξιοτήτων, αλλά και τη διάπλαση του ήθους των μαθητών μας;
Προτού, λοιπόν, οι αλόγιστοι και επιπόλαιοι ισχυρισμοί εις βάρος των εκπαιδευτικών προκαλέσουν περαιτέρω φαινόμενα απαξίωσης της γνώσης ή ακόμη και νέα κρούσματα βίας στα δημόσια σχολεία, ας μας προβληματίσει ποιανών πραγματικά τα συμφέροντα υπηρετεί η «δαιμονοποίηση» του παιδαγωγού και πόσο σοβαρές μπορεί να είναι οι κοινωνικές συνέπειες της «διαπόμπευσης» εκείνων που τάχθηκαν να υπηρετούν με τις γνώσεις και την ψυχή τους το δύσκολο έργο της μόρφωσης των παιδιών μας.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

"Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν"



Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν

σαν έρθει ο θέρος

προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι

σαν έρθει ο θέρος

άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό

άλλοι μπερδεύουνται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.

Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;


Γιώργου Σεφέρη, «Τελευταίος σταθμός», 1944



Πολλά τα τεκταινόμενα στον τόπο μας τους τελευταίους μήνες που φέρνουν στη σκέψη τους στίχους του Σεφέρη. Οι συνειρμοί και τούτη τη φορά αναπόφευκτοι, μαζί και η θλίψη, η οργή και η πικρία για όσα ακούγονται δημόσια – «φωνές, ξόρκια και ρητορείες» – από ιθύνοντες και μη που επιχειρούν να στρέψουν «τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι», για να περισώσουν «τ’αγαθά», τα δικά τους ή τα δικά των δικών τους.

Με τη σκέψη σε κείνους που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους, πενθώντας τόσο καιρό βουβά μαζί τους, ανήμποροι για λέξεις παρηγοριάς, γιατί – κατά τον ποιητή – «η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή, γιατί είναι αμίλητη και προχωράει», τολμώ να δανειστώ σήμερα τους στίχους του ποιητή: όχι για «να μιλήσω για ήρωες» (θαρρώ πως δε χρειάζονται πια λόγια, για να γίνει αντιληπτός ο ηρωισμός εκείνων που κράτησαν μια έντιμη στάση ζωής φυλάγοντας μέχρι τέλους Θερμοπύλες), ούτε για να ακουστεί ακόμη μια άποψη ανάμεσα στις τόσες για το τι έφταιξε που φτάσαμε μέχρι εδώ. Η δημόσια απόδοση των ευθυνών σύμφωνα με τους νόμους της πολιτείας είναι αδιαμφισβήτητα και αποκλειστικά έργο των αρμοδίων που θεσμικά υπηρετούν τη δικαιοσύνη. Ωστόσο ο κάθε πολίτης δικαιούται να διαμορφώνει γνώμη σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημά του, αλλά και οφείλει να την εκφράζει - στο πλαίσιο της νομιμότητας, όπου αυτή υφίσταται. Γιατί, η ανάγκη του πολίτη να βγει απ’τη σιωπή, για να υπερασπιστεί το δίκαιο σε κάθε τόπο «που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο, και τον βλέπεις», γίνεται ακόμη πιο επιτακτική, όταν αισθάνεται πως «ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια», όταν το αντιλαμβάνεται την ώρα που «ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες».

Δεν είναι της αρμοδιότητάς μου να οριοθετήσω και να σχολιάσω τα επιτρεπτά όρια των αντιδράσεων θεατών και δρώντων προσώπων ενός συλλογικού δράματος που προκαλεί η – κατά τον Αισχύλο - ύβρις των αλαζόνων. Εξάλλου, εάν πιστέψουμε τον ποιητή «όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του μαντατοφόρου», το μήνυμά του προβλέπεται «φοβερό» για τους όποιους ανακόλουθους προκαλούν με τη στάση τους «το κακό». Σε τούτο συνηγορεί κι ο χορός του αρχαίου δράματος (Σοφοκλέους,«Οιδίπους Τύραννος» 2ο στάσιμο) όταν – μετά το «Ύβρις φυτεύει Τύραννον» - προβλέπει την απόδοση δικαιοσύνης και το γκεμοτσάκισμα, την τιμωρία του υβριστή, τη Δίκη και τη Νέμεση. Κι αυτή, δεν είναι μια άλλη ιστορία...

«Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις, φίλε», γράφει με πικρία στον «Τελευταίο Σταθμό» ο Σεφέρης. Ναι, πως αλλιώς, όταν «στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο μνησιπήμων πόνος», κι απομένει ως παρηγοριά η επιστροφή της σκέψης στα της ποίησης και τα περί μέτρου. Και για το δάσκαλο... παραμένει – ευτυχώς – ως παρηγοριά και δύναμη σε χαλεπούς καιρούς το ζωντάνεμα στο βλέμμα και το φτερούγισμα της ψυχής των μαθητών του μπροστά στην καθαρτήρια δύναμη του λόγου. Συνειρμικά, λοιπόν, ζωντάνεψαν τούτες τις μέρες στη σκέψη μου στιγμές διδασκαλίας αρχαίου δράματος και ιστορίας με τους μαθητές μου. Ανάμεσά τους κι ο Νικόλας Ιωαννίδης.

Θυμάμαι, λοιπόν, πριν λίγα χρόνια, ανάμεσα σε τόσα και τόσα παιδιά εξαιρετικού ήθους, ένα βλέμμα καθάριο και φωτεινό, αγνό, ευθυτενές, γεμάτο προσδοκίες για το μέλλον, μια έκφραση ακριβοδίκαιη ενός νέου του οποίου η σκέψη διακρινόταν από την ευθυκρισία, την οξύτητα και την καθαρότητα, το ήθος από την ευγένεια, το φιλοδίκαιο και την αξιοπρέπεια, η συμπεριφορά από την ηπιότητα, το σεβασμό, τον αυτοέλεγχο, την προσήλωση στην αναζήτηση και την προάσπιση της αλήθειας. Αρχές, αξίες και ιδανικά χτισμένα – όπως ο ίδιος αναγνώριζε – στα θεμέλια της παιδείας που δέχτηκε από την οικογένειά του, για να καλλιεργηθούν στη συνέχεια και στο σχολείο.
Το ίδιο δυνατό βλέμμα συνάντησα λίγα χρόνια μετά, την ίδια ευγένεια ψυχής και αξιοπρεπή στάση ζωής, την ίδια οξύνοια και ευθυκρισία, πίστη σε αρχές και ιδανικά, προσήλωση στην αλήθεια και το δίκαιο, χαρακτηριστικά ενός εξαίρετου ήθους, συνυφασμένα πλέον με τη γνώση και την ωριμότητα που του επέτρεψαν να αποκτήσει οι σπουδές του στη Νομική.

Τους τελευταίους δυο μήνες παρατηρώ το βλέμμα αυτού του νέου σκιασμένο από τον πόνο για τον άδικο θάνατο του αγαπημένου του πατέρα, από τον πόνο για τον πόνο της μάνας και της αδελφής, αλλά ταυτόχρονα καθάριο και προσηλωμένο στην αναζήτηση της αλήθειας, ως χρέος απέναντι στον πατέρα που έχασε, ως χρέος απέναντι σε όλα τα τραγικά θύματα κι αυτού του φονικού. Παρατηρώ τη συντριβή των συγγενών και ντρέπομαι για τη δική μου θλίψη μπροστά στο δικό τους πόνο. Κι ενώ δυσκολεύομαι να συγκρατήσω τη δική μου οργή προς τους όποιους υπαίτιους του φονικού, παρατηρώ με θαυμασμό το Νικόλα να αναμένει με απίστευτη αυτοσυγκράτηση και προσήλωση στη νενομισμένη διαδικασία την απόδοση της δικαιοσύνης και να εκφράζεται δημόσια με σοβαρότητα, χωρίς να επιτρέπει στην οδύνη της ψυχής του να ξεθεμελιώσει τις αρχές του. Και δεν μπορώ, ούτε ως πολίτης που πιστεύει πως το κύριο χαρακτηριστικό μιας ευνομούμενης πολιτείας είναι ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια, ούτε ως παιδαγωγός που ευτύχησε να συναντήσει στην τάξη έναν τέτοιο μαθητή ανάμεσα στους αμέτρητους εξαίρετους νέους του τόπου μας, δεν μπορώ να μην ενοχλούμαι από τις συνεχιζόμενες απόπειρες κάποιων να σπιλώσουν δημόσια την εικόνα του Νικόλα μεταχειριζόμενοι ευτελή μέσα.
Έχω επίγνωση πως ο Νικόλας δε χρειάζεται την υποστήριξή μου, γιατί έχει ήδη καταξιωθεί με τη στάση του στη συνείδηση της πλειοψηφίας των πολιτών. Ωστόσο, ας μου επιτραπεί να εκφράσω, μαζί με τη συμπαράστασή μου στον ίδιο και τις οικογένειες όλων των θυμάτων, και την ανησυχία μου για το πού ενδέχεται να μας οδηγήσουν οι όποιες απόπειρες διαστρέβλωσης κάποιων εννοιών στις μέρες μας, ιδιαίτερα όταν αυτές αφορούν στις ευθύνες οποιουδήποτε πολίτη απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του και απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.

Κι αν η φωνή του Σεφέρη «ψηλαφώντας τον πόνο μας» μας προειδοποιεί – εν έτει 1944 – και σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, για το επερχόμενο κακό «μες στη συσκοτισμένη πολιτεία», η φράση του αρχαίου ποιητή, μέσα από τον «Τελευταίο Σταθμό» μάς καλεί να αναλογιστούμε:
«Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν».