Καλωσόρισμα




Προς υποψήφιους συνομιλητές των εκπαιδευτικών ασπαλάθων

Αθεράπευτα ελεύθεροι,

Επίμονοι υποστηρικτές του δημόσιου αγαθού της παιδείας ως δικαιώματος και ως χώρου δια-μόρφωσης του πολιτευόμενου πολίτη,

Αμετανόητα διαμαρτυρόμενοι για τα κακώς έχοντα στο δημόσιο βίο,

Εραστές του λόγου σε όλες τις διαστάσεις και τις προεκτάσεις της έννοιας,

Συνειδητά αποκλίνοντες ως μη υπάκουοι υπήκοοι των προκαθορισμένων προτύπων αγορασμένης "ευτυχίας",

Απολαμβάνοντες ώρες μοναχικής ενδοσκόπησης αλλά και κοινωνοί γενναιόδωροι όσων συν-κινούν τις ψυχές και διανοίγουν ποικίλες οδούς προς την κάθαρση,

Μοιραστείτε διαδικτυακά καταθέσεις ειλικρινούς στοχασμού σ'αυτά που σταδιακά θα ξετυλιχθούν στον ιστοχώρο αυτό.

Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως

Παρατίθεται πιο κάτω αυτούσιο το κείμενο της Έκθεσης του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με την ελευθερία της έκφρασης των εκπαιδευτικών, όπως δημοσιοποιήθηκε στην ιστοσελίδα της Επιτρόπου.


Αρ. Φακ.: Α/Π 705/09
Έκθεση Επιτρόπου Διοικήσεως αναφορικά με την ελευθερία  της έκφρασης της κας Β. Σ. αποσπασμένης εκπαιδευτικού στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού

Παράπονο - Έρευνα
1.        Ο κος Ιάκωβος Ιακώβου, Πρόεδρος της Νέας Κίνησης Καθηγητών (Ν.Κ.Κ) (ΟΕΛΜΕΚ), μου υπέβαλε παράπονο στις 13/4/2009, κατά του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (στο εξής «το Υπουργείο»). Στο παράπονο διατυπώνεται ισχυρισμός για παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα και τους Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμους, της εκπαιδευτικού κας Β. Σ. που ήταν, κατά το χρόνο υποβολής του παραπόνου, αποσπασμένη λειτουργός στο Υπουργείο.

2.        Αφορμή για την υποβολή του παραπόνου αποτέλεσε η κατ΄ ισχυρισμό δυσμενής μεταχείριση της κας Σ., μετά από δημοσίευση άρθρου της στην εφημερίδα «Νέα Κίνηση Καθηγητών» με τίτλο «Παραφράζοντας τον Καβάφη…». Θέση της Κίνησης και της παραπονούμενης είναι ότι οι καταγγελίες που έγιναν σε σχέση με τη δυσμενή αδικαιολόγητη μεταχείριση και το δυσμενές κλίμα που δημιουργήθηκε εναντίον της εκπαιδευτικού από τη Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης (ΔΜΕ) και τον Κλάδο Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης (ΚΕΜΕ) δεν αντιμετωπίστηκαν με το δέοντα τρόπο από το Υπουργείο με αποτέλεσμα να πληγεί το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης της και να τερματιστεί η απόσπαση της στο Υπουργείο.

3.        Τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης και της συνδικαλιστικής της οργάνωσης έθεσα, με επιστολή μου ημερομηνίας 14 Μαΐου 2009, υπόψη της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ζητώντας την παράθεση των σχολίων, θέσεων και απόψεων της αρμόδιας αρχής. Έλαβα απαντητική επιστολή ημερομηνίας 3 Ιουνίου, 2009. Παραθέτω παρακάτω τα σημαντικότερα ερωτήματα της Νέας Κίνησης Καθηγητών και τις αντίστοιχες απαντήσεις που έλαβα από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού σε σχέση με το ζήτημα της μεταχείρισης που έτυχε η κα Σ. με αφορμή τη δημοσίευση του επίμαχου άρθρου.

4.        Στο ερώτημα για το κατά πόσον το περιεχόμενο της εφημερίδας της Νέας Κίνησης Καθηγητών ως σύνολο και ειδικότερα το άρθρο «Παραφράζοντας τον Καβάφη…» παραβιάζει τις πρόνοιες της οικείας νομοθεσίας, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείο, ανέφερε τα εξής:
« Το ΥΠΠ δε θεωρεί ότι το περιεχόμενο της εφημερίδας της Νέας Κίνησης Καθηγητών ως σύνολο και ειδικότερα το άρθρο «Παραφράζοντας τον Καβάφη...» παραβιάζουν τη νομοθεσία. Το Υπουργείο σέβεται την ελευθερία έκφρασης των εκπαιδευτικών. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το Υπουργείο έχει συμφωνήσει με την έκθεσή σας ημερομηνίας 1.2.2008 αναφορικά με το δικαίωμα έκφρασης εκπαιδευτικών λειτουργών και προωθεί την τροποποίηση του άρθρου 51 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων σύμφωνα με τις υποδείξεις σας. ...»

Όσον αφορά στο δικαίωμα έκφρασης των εκπαιδευτικών και ειδικότερα των εκπαιδευτικών που είναι αποσπασμένοι στο Υπουργείο, η αρμόδια αρχή ανέφερε:
«Σαφώς ένας αποσπασμένος εκπαιδευτικός έχει τα ίδια δικαιώματα έκφρασης με έναν εκπαιδευτικό που διδάσκει σε σχολείο. Το δικαίωμα αυτό των εκπαιδευτικών δεν είναι δυνατό να διαφοροποιείται ανάλογα με την απόφαση της Υπηρεσίας να αποσπάσει τον εκπαιδευτικό στο Υπουργείο ή να τον τοποθετήσει σε σχολείο.
Όπως ανέφερα και στην επιστολή μου προς την κα Σ. αναμένεται από τους λειτουργούς που είναι αποσπασμένοι στο Γραφείο του Υπουργού και της γενικής Διευθύντριας να είναι πολύ προσεκτικοί όσον αφορά τη συμπεριφορά τους, να επιδεικνύουν το δέοντα σεβασμό προς την ιεραρχία του Υπουργείου, να χειρίζονται τα θέματα που τους ανατίθενται με λεπτότητα και διακριτικότητα και να διατηρούν καλές σχέσεις συνεργασίας με το προσωπικό του Υπουργείο. Το δικαίωμα της κας Σ. να συνδικαλίζεται, να αρθρογραφεί και να ασκεί κριτική δεν αμφισβητείται, ταυτόχρονα, όμως, απαιτείται από τους λειτουργούς του Γραφείου του Υπουργού και της Γενικής Διευθύντριας να έχουν ως προτεραιότητά τους την ορθολογική και αποτελεσματική λειτουργία του Γραφείου στο οποίο υπηρετούν, πράγμα που προϋποθέτει την τήρηση των πιο πάνω αρχών. Η συγγραφή και δημοσίευση του επίμαχου άρθρου θεωρήθηκε ότι δε συνάδει με το ρόλο αποσπασμένης λειτουργού του Γραφείου της Γενικής Διευθύντριας.»



Ιστορικό της δημοσίευσης του άρθρου
και των αντιδράσεων που προκλήθηκαν

5.  Όσον αφορά στο ιστορικό της υπόθεσης σημειώνεται ότι το άρθρο της παραπονούμενης με τίτλο «Παραφράζοντας τον Καβάφη...» περιλήφθηκε στο τεύχος του Νοεμβρίου 2008 του εντύπου που εκδίδει η Νέα Κίνηση Καθηγητών και φέρει τον ομώνυμο τίτλο. Αντίγραφο επισυνάπτεται ως Παράρτημα Ι της Έκθεσης μου.

6.  Αμέσως μετά τη δημοσίευση του άρθρου, ο Κλάδος Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης (ΚΕΜΕ) κάλεσε, με επιστολή ημερομηνίας 9 Δεκεμβρίου, 2008, την Παγκύπρια Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΑΣΥΔΥ) να παρέμβει για να ζητήσει από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού τον τερματισμό της απαράδεκτης κατάστασης που δημιουργήθηκε λόγω της δημοσίευσης του άρθρου της παραπονούμενης. Στην επιστολή ο Κλάδος χαρακτηρίζει ως απαράδεκτο το άρθρο της κας Σ. και τονίζει ότι «τέτοιες στάσεις εκπαιδευτικών καθίστανται πολύ ζημιογόνες για τη δημόσια παιδεία επειδή, καλλιεργώντας κλίμα αντιπαλότητας και αμφισβήτησης, πλήττουν ανεπανόρθωτα τις σχέσεις του υπουργείου με τον εκπαιδευτικό κόσμο».

7.  Εν τω μεταξύ, η Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης (ΔΜΕ), με επιστολή της προς τον Υπουργό ημερομηνίας 15 Δεκεμβρίου 2008 αναφέρει για την παραπονούμενη  ότι
«…δε διστάζει δε να καταφέρεται εναντίον τους [(ΠΛΕ και ΕΜΕ)] είτε ανώνυμα είτε επώνυμα (οποίον θράσος!!!) και όχι μόνο. Είναι να διερωτάται κάποιος αφού δεν της αρέσουν, όπως λέει, οι λειτουργοί της Μέσης Εκπαίδευσης γιατί υπέβαλε αίτηση να αποσπαστεί. Τα γραφόμενά της κυκλοφορούν σε όλα τα σχολεία της Κύπρου δημιουργώντας αρνητική  εικόνα για τους λειτουργούς της Μέσης Εκπαίδευσης (ΔΜΕ, ΠΛΕ, ΕΜΕ) ανάμεσα στον εκπαιδευτικό κόσμο αποκαλώντας όλους όσους συνεργάζονται μαζί μας «Ιούδες»(επισυνάπτεται) »

Στην ίδια επιστολή η Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης αναφέρει:
«Ως Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης (ΔΜΕ) θεωρώ τη συμπεριφορά της επιεικώς απαράδεκτη και συμφωνώ με τους λειτουργούς της Μέσης και ζητώ την ΑΜΕΣΗ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ της για εξομάλυνση των σχέσεων στο ΥΠΠ, διότι η πρόκληση που ονομάζεται Β. Σ. δεν μπορεί να συνεχιστεί περισσότερο.».

8.  Από σημείωμα δε που μου κοινοποιήθηκε από τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου αναφέρεται:
«Σε συνάντηση που έγινε στις 18.3.2009 ο ΚΕΜΕ ζήτησε τον τερματισμό της απόσπασης της Σ. στο Υπουργείο.»

9.  Στις πιο πάνω θέσεις της ΔΜΕ για την αρθρογραφία της κας Σ. ο Υπουργός, με σημείωμά του ημερομηνίας 17 Δεκεμβρίου 2008 προς τη Γενική Διευθύντρια, ανέφερε τα εξής:
«Η αρθρογραφία της κ. Σ. επειδή βρίσκεται στο γραφείο της ΓΔ δημιουργεί θέμα τάξης. Μπορεί να αρθρογραφεί αλλά η παρουσία της στο γραφείο της Γ.Δ. θέτει περιορισμούς. Πρέπει να ζητηθεί η παραίτησή της.»

Σε σχέση με τα όσα ανέφερε η ΔΜΕ, ο Υπουργός σχολίασε:
«Συμφωνώ με την επιχειρηματολογία της ΔΜ. Τίθεται θέμα τάξης και αξιοπιστίας. Η κα Σ. πρέπει να απομακρυνθεί άμεσα από το γραφείο σας.»

10.      Εν τω μεταξύ, ο Γενικός Γραμματέας της ΠΑΣΥΔΥ με αφορμή τις θέσεις του ΚΕΜΕ ημερ. 9/12/2008, απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 19 Δεκεμβρίου 2008, στον Υπουργό αναφέροντας τα ακόλουθα:
«Έχουμε την πεποίθηση ότι τέτοιες ενέργειες και αλαζονικές συμπεριφορές, με την επίκληση του δικαιώματος της «ελευθερίας του λόγου», ιδιαίτερα από εκπαιδευτικούς που είναι αποσπασμένοι στο Υπουργείο σας, όχι μόνο δεν προάγουν το καλώς νοούμενο συμφέρον της δημόσιας εκπαίδευσης και το στόχο για εκσυγχρονισμό και αναβάθμισή της, αλλά αντίθετα αποδιοργανώνουν θεσμούς και αξίες, δυναμιτίζουν την ομαλότητα και προξενούν αισθήματα πικρίας και δυσφορίας ανάμεσα στα μέλη μας.» 

Ζήτησε δε «... άμεσες διορθωτικές ενέργειες από μέρους του Υπουργού μη αποκλειομένης και απόφασης για τερματισμό της απόσπασης στο Υπουργείο σας εκπαιδευτικών που εκδηλώνουν τόσο προκλητικές και ζημιογόνες συμπεριφορές.»

11.      Με τη λήψη της πιο πάνω επιστολής της ΠΑΣΥΔΥ, ο Υπουργός έδωσε οδηγίες στη Γενική Διευθύντρια να ενημερώσει την κα Σ. για τις αντιδράσεις που προκάλεσε η αρθρογραφία της όπως και έγινε.

12.      Ακολούθησε επιστολή της παραπονούμενης προς τη Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου ημερoμηνίας 21 Ιανουαρίου, 2009 με την οποία απολογήθηκε για την αναστάτωση που προκλήθηκε στο Υπουργείο λόγω της δημοσίευσης του άρθρου της. Σε σχέση, ειδικότερα,  με το περιεχόμενο του άρθρου η παραπονούμενη  πρόβαλε τη θέση ότι αυτό δεν γράφτηκε με πρόθεση να θίξει οποιοδήποτε μέλος του Υπουργείου αλλά σκοπός της ήταν το καλώς νοούμενο συμφέρον της δημόσιας εκπαίδευσης. Θέση της κας Σ. ήταν ότι με το συγκεκριμένο άρθρο κατέθεσε κάποιους γενικότερους προβληματισμούς και ανησυχίες που αφορούν γενικές πιθανές συμπεριφορές -και όχι συμπεριφορές ατόμων- οι οποίες ενδέχεται να είναι ζημιογόνες για τη Δημόσια Εκπαίδευση. Ανέφερε περαιτέρω ότι το άρθρο γράφτηκε με γνώμονα το ειλικρινές ενδιαφέρον της για την καλύτερη λειτουργία και αναβάθμιση των θεσμών της Δημόσιας Εκπαίδευσης ενώ δεν περιείχε οποιοδήποτε προσβλητικό χαρακτηρισμό για λειτουργό του Υπουργείου. Σε άλλο μάλιστα σημείο της επιστολής της δήλωσε ότι πρόθεσή της δεν ήταν οποιαδήποτε άτεγκτη και άκομψη κριτική σε θεσμούς, αλλά η κατάθεση ενός προβληματισμού για τυχόν παρερμηνεία των δικαιωμάτων και των καθηκόντων που απορρέουν από τους θεσμούς, γι’ αυτό και θεώρησε το καβαφικό ύφος ως το καταλληλότερο (το οποίο θεωρεί ήπιο, ευγενικό, παραινετικό).

13.      Όπως με πληροφόρησε η Γενική Διευθύντρια το Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού σε σύσκεψη που έγινε στις 6 Μαΐου 2009 ο Υπουργός ανέφερε ότι δεν κάλεσε στη σύσκεψη την κα Σ. επειδή δε θα συνεχιζόταν η απόσπασή της στο Υπουργείο το Σεπτέμβριο 2009.

14.      Σε απάντηση η κα Σ. υπέβαλε στο Υπουργείο στις 13 Μαίου, 2009 αίτημα για τερματισμό της απόσπασης της το οποίο και έγινε αποδεκτό. Στην επιστολή της αυτή, παραθέτει τους λόγους παραίτησης της από τη θέση της αποσπασμένης εκπαιδευτικής λειτουργού αναφέροντας ότι
«Οι λόγοι που επιβάλλουν την κατάθεση της επιστολής αυτής εκ μέρους μου και την υποβολή του σχετικού αιτήματος απορρέουν από τη συστηματική και άδικη δίωξη που υφίσταμαι από υψηλόβαθμα στελέχη του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η οποία όχι μόνο προσβάλλει την αξιοπρέπειά μου, αλλά και δυσχεραίνει την ομαλή διεξαγωγή των καθηκόντων που μου ανατίθενται από εσάς. Λυπούμαι να παρατηρήσω ότι, παρά τις δικές σας ενέργειες, που έγιναν στο πλαίσιο της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης, της δικαιοσύνης και της εντιμότητας, η υπηρεσία δεν έχει προστατεύσει επαρκώς τα δικαιώματα μου ως νόμιμα εργαζόμενου πολίτη της Δημοκρατίας και έχει επιτρέψει –ακούσια της προφανώς- τη συνεχή κακοποίηση μου στον εργασιακό μου χώρο, υποχρεώνοντας με να καταφύγω σε ανεξάρτητους θεσμούς της Δημοκρατίας και στη δικαιοσύνη, για να προστατεύσω τα δικαιώματα μου...»

15.      Στην επιστολή της η κα Σ. επισημαίνει ειδικότερα την αναγκαιότητα τερματισμού της απόσπασης της για σκοπούς: α) διαφύλαξης του κύρους της ως εκπαιδευτικός και β) προστασίας της σε προσωπικό και εργασιακό επίπεδο από ενδεχόμενες άλλες ενέργειες εναντίον της αφού ερμήνευσε την επιστολή ημερομηνίας 15 Δεκεμβρίου της ΔΜΕ ως να εκφράζει απειλητική διάθεση προς εκείνη.(«η πρόκληση που ονομάζεται Β. Σ. δεν μπορεί να συνεχιστεί περισσότερο»).

16.      Με επιστολή της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου, ημερ. 15 Μαΐου 2009, ζητήθηκε όπως η κα Σ. τοποθετηθεί σε σχολεία για το σχολικό έτος 2009-2010.



Νομικό Πλαίσιο

17.      Η ελευθερία της έκφρασης, η οποία περιλαμβάνει την ελευθερία του λόγου και της γνώμης, καθώς και της διακίνησης πληροφοριών και ιδεών, κατοχυρώνεται στο άρθρο 19 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό αντιστοιχεί στο άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης κατά τρόπο ευρύ επειδή εγγυάται το σεβασμό όλων των μορφών της, δηλαδή, την ελευθερία λήψης ή μετάδοσης πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς την παρέμβαση οποιασδήποτε δημόσιας αρχής. Μάλιστα, η αυξημένη προστασία του δικαιώματος έκφρασης και διάδοσης γνώμης έχει βαρύνουσα σημασία, αφού το δικαίωμα αυτό δεν είναι ένα απλό ατομικό δικαίωμα αλλά και διαπλαστικό στοιχείο της δημόσιας γνώμης και της βούλησης του λαού.

18.      Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δέχτηκε επανειλημμένα και με σαφή τρόπο ότι η ελευθερία της έκφρασης γνώμης, δεν καλύπτει μόνο τις πληροφορίες ή τις ιδέες που γίνονται ευνοϊκά δεκτές ή που θεωρούνται ως αβλαβείς ή αδιάφορες αλλά και εκείνες που προσβάλλουν, δυσαρεστούν, σοκάρουν ή ενοχλούν ή ανησυχούν τα κρατικά όργανα ή μια οποιαδήποτε μερίδα του λαού. Η προσέγγιση αυτή, σύμφωνα με το Δικαστήριο, συνάδει με τον πλουραλισμό, την ανεκτικότητα και την ευρύτητα πνεύματος που χαρακτηρίζει μια δημοκρατική κοινωνία.

19.      Το ΕΔΔΑ καθιέρωσε παράλληλα την αρχή ότι, η ελευθερία της έκφρασης μπορεί να γνωρίσει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, περιορισμούς οι οποίοι όμως πρέπει να υιοθετούνται με φειδώ, να εφαρμόζονται στενά και να αιτιολογούνται με επαρκή και πειστικό τρόπο. Πρέπει δε, όπως έκρινε κατ΄ επανάληψη το Δικαστήριο, ο οποιοσδήποτε περιορισμός να είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία, να προβλέπεται από το νόμο, να δικαιολογείται από μια πιεστική κοινωνική ανάγκη και να βρίσκεται εντός των πλαισίων που διαγράφει η αρχή της αναλογικότητας. Σε τέτοιες περιπτώσεις το δικαστήριο εξετάζει κατά πόσο τα περιοριστικά της ελευθερίας της έκφρασης μέτρα προκύπτουν μετά από μια «επαρκή εκτίμηση των σχετικών γεγονότων».

20.      Με βάση την πάγια νομολογία του ίδιου Δικαστηρίου, η προστατευτική εμβέλεια του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης εκτείνεται και στους δημοσίους υπαλλήλους, ανεξάρτητα, μάλιστα, από την υπηρεσιακή βαθμίδα στην οποία αυτοί βρίσκονται. Ειδικότερα για τους δημόσιους υπάλληλους, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η ελευθερία της έκφρασης, σε σχέση με πληροφορίες που αποκτούν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, ακόμα και για θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος, πρέπει να εξετάζεται υπό το φως των καθηκόντων πίστης, ουδετερότητας και αμεροληψίας το οποίο υπέχουν.

21. Πάντως, κατά την αξιολόγηση της νομιμότητας, αναλογικότητας και πειστικότητας οποιασδήποτε μορφής παρέμβασης στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης ενός δημοσίου υπαλλήλου, το Δικαστήριο εξετάζει και αξιολογεί τις επιπτώσεις που μπορεί να επιφέρει ένας περιορισμός στη μελλοντική εκδήλωση επικριτικών δηλώσεων ή απόψεων από υπάλληλους του δημοσίου. Έτσι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, εξετάζει το ενδεχόμενο αποθάρρυνσης των δημοσίων υπαλλήλων από την έκφραση γνώμης και άποψης εξαιτίας της προοπτικής επιβολής κυρώσεων. Επισήμανε δε το ενδεχόμενο να πληγεί η κοινωνία συνολικά από δυσανάλογες κυρώσεις που αποθαρρύνουν τους δημόσιους υπάλληλους από το να συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο που αναπτύσσεται για ζητήματα δημόσιου ενδιαφέροντος. Αξίζει στο σημείο αυτό να επισημανθεί ότι με βάση την πάγια νομολογία του ίδιου Δικαστηρίου τα όρια της επιτρεπτής κριτικής για ζητήματα γενικότερου δημόσιου ενδιαφέροντος είναι ιδιαίτερα ευρεία.

22. Κρίσιμο παράγοντα στάθμισης, εκ μέρους του Δικαστηρίου, του δικαιώματος έκφρασης ενός δημόσιου υπάλληλου, ενόψει της προοπτικής λήψης οποιουδήποτε περιοριστικού μέτρου, συνιστά το κατά πόσο οι ενέργειες και απόψεις του επηρεάζουν την εκτέλεση των καθηκόντων του. Στην υπόθεση Vogt, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι παρά την ενεργό συμμετοχή της αιτήτριας σε πολιτικές δραστηριότητες, το γεγονός αυτό δεν επηρέασε την άσκηση του λειτουργήματος της ως εκπαιδευτικός σε δημόσιο σχολείο και αποτέλεσε ενισχυτικό παράγοντα για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης της.

Συμπεράσματα – Παρατηρήσεις- Συστάσεις Εισηγήσεις

23.      Το αντικείμενο της Έκθεσης αυτής αφορά στο σεβασμό του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης της εκπαιδευτικού κας Β. Σ., αποσπασμένης εκπαιδευτικού στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, με αφορμή το άρθρο που δημοσίευσε το Νοέμβριο του 2008 σε εφημερίδα της συνδικαλιστικής της οργάνωσης. Το ειδικότερο ζήτημα που εξετάστηκε αφορά στο κατά πόσο οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν και τα αιτήματα που διατυπώθηκαν για απομάκρυνση της κας Σ. από το Υπουργείο, οι ενέργειες και το κλίμα που δημιουργήθηκε σε βάρος της, με αφορμή το άρθρο αυτό, έπληξαν το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης της εν λόγω εκπαιδευτικού.

24.      Κρίσιμη νομική διάταξη που τυγχάνει εφαρμογής και ερμηνείας στην προκειμένη περίπτωση είναι το άρθρο 51 των Περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων. Το άρθρο αυτό φέρει τον τίτλο «ελευθερία έκφρασης γνώμης» των εκπαιδευτικών λειτουργών και προβλέπει τα εξής-

«(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί είναι ελεύθεροι να εκφράζουν είτε κατ’ ιδίαν είτε δημόσια με ομιλίες, διαλέξεις, ανακοινώσεις, και μελέτες ή άρθρα τη γνώμη τους πάνω σε θέματα που ανάγονται στην επιστήμη, την τέχνη και τη θρησκεία ή πάνω σε ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος.
(2) Οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί δεν μπορούν να δημοσιεύουν ή να μεταδίδουν από την τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή άλλο μέσο οποιαδήποτε ύλη η οποία αναφέρεται στην άσκηση των καθηκόντων τους χωρίς την προηγούμενη άδεια της αρμόδιας αρχής»

25. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, είναι σαφές ότι η δημοσίευση του επίμαχου άρθρου προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Κλάδου Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης, της Διευθύντριας Μέσης Εκπαίδευσης αλλά και της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων. Ειδικότερα, το περιεχόμενο του άρθρου «Παραφράζοντας τον Καβάφη…» χαρακτηρίστηκε ως «απαράδεκτο» από τον Κλάδο Επιθεωρητών Μέσης Εκπαίδευσης (ΚΕΜΕ), ο οποίος έκανε αναφορά σε «απαράδεκτη συμπεριφορά ορισμένων εκπαιδευτικών» η οποία «τείνει να εξελιχθεί κατά τη γνώμη μας σε ‘αρρωστημένη’ τακτική, που πλήττει την ιεραρχία και καταστρατηγεί θεσμούς και αξίες» (επιστολή προς ΠΑΣΥΔΥ –ημερομηνίας 9/12/2008). Ο Κλάδος ζήτησε την άμεση  παρέμβαση ΠΑΣΥΔΥ για «τερματισμό της απαράδεκτης αυτής κατάστασης…». Ζήτησε επίσης από το Υπουργείο τον τερματισμό της απόσπασης της κας Σ..

26. Η συμπεριφορά της εκπαιδευτικού θεωρήθηκε επίσης «επιεικώς απαράδεκτη» και «υπεροπτική» από την ΔΜΕ σε επιστολή της ημερομηνίας 15 Δεκεμβρίου 2008, αφού όπως ανέφερε  «δε διστάζει να καταφέρεται εναντίον [των ΠΛΕ (Πρώτων Λειτουργών Εκπαίδευσης)] με επικρίσεις και ειρωνείες μέσω του τύπου είτε ανώνυμα είτε επώνυμα (όποιον θράσος!!!) και όχι μόνο» ενώ «τα γραφόμενα της», προσθέτει η ΔΜΕ, «κυκλοφορούν σε όλα τα σχολεία της Κύπρου δημιουργώντας αρνητική εικόνα για τους λειτουργούς της Μέσης Εκπαίδευσης (ΔΜΕ, ΠΛΕ, ΕΜΕ) ανάμεσα στον εκπαιδευτικό κόσμο αποκαλώντας όλους όσους συνεργάζονται μαζί μας «Ιούδες»(επισυνάπτεται) …».

27. Στο ίδιο πνεύμα, η ΠΑΣΥΔΥ, αφού ενημερώθηκε από τον ΚΕΜΕ απέστειλε επιστολή προς τον Υπουργό Παιδείας  αναφέροντας ότι  «.... τέτοιες ενέργειες και αλαζονικές συμπεριφορές, με την επίκληση του δικαιώματος της «ελευθερίας του λόγου», ιδιαίτερα από εκπαιδευτικούς που είναι αποσπασμένοι στο Υπουργείο σας, όχι μόνο δεν προάγουν το καλώς, νοούμενο συμφέρον της δημόσιας εκπαίδευσης και το στόχο για εκσυγχρονισμό και αναβάθμισή της, αλλά αντίθετα αποδιοργανώνουν θεσμούς και αξίες, δυναμιτίζουν την ομαλότητα και προξενούν αισθήματα πικρίας και δυσφορίας ανάμεσα στα μέλη μας».

28.      Στο σύνολο τους οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν είχαν ως κοινό σημείο αναφοράς την έντονη αντίθεση στις απόψεις που εξέφρασε η παραπονούμενη στο άρθρο της και τη ζημιά που θεωρήθηκε ότι αυτό προκάλεσε στο κύρος της εκπαιδευτικής κοινότητας.

29.      Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρώ ότι η κα Σ. με αποκλειστικό σχεδόν μέσο την παρομοίωση και την αλληγορία –εμπνευσμένη από την ποίηση του Καβάφη- προέβη, μέσω της δημοσίευσης ενός άρθρου σ΄ένα έντυπο με συγκεκριμένο φάσμα αναγνωστών, σε μια γενική αξιολόγηση της σχέσης των λειτουργών της εκπαίδευσης με την εξουσία και τους κίνδυνους που αυτή δυνητικά επιφέρει στο χώρο της παιδείας, χωρίς εξατομικεύσεις και μειωτικούς χαρακτηρισμούς. Με το δεδομένο αυτό ξενίζει το έντονα αρνητικό και λογοκριτικό κλίμα που δημιουργήθηκε σε βάρος της παραπονούμενης λόγω της δημοσίευσης του άρθρου. Φαίνεται μάλιστα ότι μέρος των αντιδράσεων προκλήθηκε μετά από έλεγχο αποσπασμάτων του επίμαχου άρθρου, χωρίς εξέταση των συμφραζόμενων και του συνολικού περιεχομένου ολόκληρου του άρθρου.  Πάντως, ακόμα και αν γίνει δεκτή η δηκτικότητα ή η οξύτητα του ύφους και των διατυπώσεων της κας Σ. δεν θεωρώ ότι δικαιολογούνταν τέτοιας έκτασης και έντασης αντιδράσεις ούτε και η υποβολή των αιτημάτων για απομάκρυνση της από το Υπουργείο.

30.      Όπως αναφέρω και πιο πάνω, ενίοτε τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων μπορούν να συνεπάγονται περιορισμούς στην ελευθερία της έκφρασης, υπό τον όρο, όμως, ότι αυτοί οι περιορισμοί δεν θα πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος. Το ενδεχόμενο θέσης τέτοιων εξαιρετικών περιορισμών θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο στην περίπτωση σύγκρουσης με άλλα έννομα αγαθά και μετά από εξαντλητική στάθμιση όλων των παραμέτρων κάθε περίπτωσης. Στην προκείμενη περίπτωση δεν έχω πειστεί ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι που δικαιολογούσαν είτε τη δημιουργία λογοκριτικού κλίματος εις βάρος της κας Σ. είτε τον περιορισμό του δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης ή ακόμα την λήψη οποιουδήποτε δυσμενούς μέτρου εναντίον της λόγω της δημοσίευσης του επίμαχου άρθρου.

31.      Κατέληξα στη θέση αυτή αφού έλαβα επίσης υπόψη μια σημαντική παράμετρο της συγκεκριμένης υπόθεσης που άπτεται της αυτονόητης σημασίας της ελευθερίας της έκφρασης στο χώρο της παιδείας. Αντιδράσεις, όπως αυτές που προκλήθηκαν λόγω της δημοσίευσης του επίμαχου άρθρου, σηματοδοτούν κάτι ανησυχητικό. Ότι δηλαδή ο λόγος που διατυπώθηκε δημόσια από μία εκπαιδευτικό, ανεξάρτητα αν ήταν ή όχι ακριβής, ορθός ή λανθασμένος, οξύς ή επικριτικός θα μπορούσε να επισύρει κυρώσεις σ΄ αυτήν που τις εξέφρασε. Αν γίνει δεκτή αυτή η άποψη, αν δηλαδή η ελευθερία της έκφρασης ενός εκπαιδευτικού λειτουργού εξαρτιόταν από τις αντιδράσεις των αποδεκτών μιας συγκεκριμένης κριτικής, κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παράνομη παρέμβαση σ’ ένα θεμελιώδες δικαίωμα και θα πλήττετο ανεπανόρθωτα η ελευθερία της έκφρασης.

32.      Πάντως το ζήτημα που προέκυψε στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ευρύτερου ενδιαφέροντος, αφού άπτεται θεμελιωδών δικαιωμάτων δημοσίων υπαλλήλων. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, η συμβατότητα με τις πιο πάνω αρχές επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές να μην θέτουν καταρχήν περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση η οποία τροφοδοτεί και εμπλουτίζει το δημόσιο διάλογο. Στο χώρο της παιδείας το δικαίωμα αυτό αποκτά ξεχωριστό βάρος. Στους εκπαιδευτικούς θα πρέπει να αναγνωριστεί το δικαίωμα δημόσιας διατύπωσης των θέσεων και των απόψεων τους, αφού το κύρος της παιδείας θωρακίζεται αποτελεσματικότερα όταν ασκείται κριτική, ακόμα και όταν αυτή είναι οξεία.

33.      Με αυτό το δεδομένο θεωρώ ότι η κρίσιμη νομική διάταξη του άρθρου 51 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, η οποία διέπει τα ζητήματα έκφρασης των εκπαιδευτικών, παρουσιάζει έντονη προβληματικότητα, αφού εξαρτά το δικαίωμα έκφρασης των εκπαιδευτικών από την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής. Στην πράξη η άσκηση του δικαιώματος υπό την προϋπόθεση αυτή είναι δυνατό να αποτρέπει εκπαιδευτικούς από την άσκηση του δικαιώματος αλλά και να οδηγήσει, παράλληλα, σε υπερβολικούς περιορισμούς, αντί σε ουσιαστική κατοχύρωση του δικαιώματος. Στην ουσία η εξάρτηση της άσκησης του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης από την προηγούμενη έγκριση της αρμόδιας αρχής, έχει ως συνέπεια, αν η αρχή αρνηθεί να χορηγήσει την έγκριση της, να καθίσταται το δικαίωμα αυτό ανενεργό.
34.      Επειδή μάλιστα το ισχύον κανονιστικό πλαίσιο δεν φαίνεται να συνάδει πλήρως με το άρθρο 10 της Σύμβασης, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη πρόνοια θα πρέπει να αναμορφωθεί συνολικά και να ενσωματώσει νέες αρχές και σημασιολογήσεις κατά τρόπο που θα κατοχυρώσει αποτελεσματικά αλλά και θα διευρύνει την κανονιστική εμβέλεια του δικαιώματος έκφρασης. Τους προβληματισμούς μου αυτούς έθεσα σε προηγούμενη έκθεση μου που υπέβαλα στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.

35.      Όπως έχω πληροφορηθεί το Υπουργείο έχει ήδη προωθήσει πρόταση για τροποποίηση του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου ή οποία έχει τεθεί ενώπιον της Βουλής για συζήτηση και ψήφιση. Ενόψει της ευρισκόμενης σε εξέλιξη διαδικασίας τροποποίησης της σχετικής νομοθεσίας, είναι σημαντικό κατά την άποψη μου να κατοχυρωθεί και να διευρυνθεί ουσιαστικά το δικαίωμα έκφρασης των εκπαιδευτικών λειτουργών. Είναι επίσης σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι οι οποιοιδήποτε ειδικότεροι περιορισμοί στο δικαίωμα έκφρασης των εκπαιδευτικών λειτουργών θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο από τη φύση της υπαλληλικής σχέσης και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτή.

36.      Στη βάση των πιο πάνω παρατηρήσεων και θέσεων εισηγούμαι όπως εξεταστεί κατά προτεραιότητα το όλο θέμα με αναθεώρηση των υφιστάμενων, στο άρθρο 51 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, όρων και προϋποθέσεων προληπτικού ελέγχου που θίγουν τον πυρήνα του θεμελιώδους δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης και αναιρούν αθροιστικά το ατομικό αυτό δικαίωμα και την αναγνωριζόμενη, από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έκταση εφαρμογής του.


37.      Υποβάλλω την παρούσα Έκθεση μου στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού και στη Βουλή των Αντιπροσώπων για μελέτη και συνεκτίμησή των θέσεων, παρατηρήσεων και εισηγήσεων μου κατά τη συζήτηση του ζητήματος της τροποποίησης του επίμαχου άρθρου 51 των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων.



Ηλιάνα Νικολάου
Επίτροπος Διοικήσεως

Λευκωσία 20 Ιανουαρίου, 2010