Καλωσόρισμα




Προς υποψήφιους συνομιλητές των εκπαιδευτικών ασπαλάθων

Αθεράπευτα ελεύθεροι,

Επίμονοι υποστηρικτές του δημόσιου αγαθού της παιδείας ως δικαιώματος και ως χώρου δια-μόρφωσης του πολιτευόμενου πολίτη,

Αμετανόητα διαμαρτυρόμενοι για τα κακώς έχοντα στο δημόσιο βίο,

Εραστές του λόγου σε όλες τις διαστάσεις και τις προεκτάσεις της έννοιας,

Συνειδητά αποκλίνοντες ως μη υπάκουοι υπήκοοι των προκαθορισμένων προτύπων αγορασμένης "ευτυχίας",

Απολαμβάνοντες ώρες μοναχικής ενδοσκόπησης αλλά και κοινωνοί γενναιόδωροι όσων συν-κινούν τις ψυχές και διανοίγουν ποικίλες οδούς προς την κάθαρση,

Μοιραστείτε διαδικτυακά καταθέσεις ειλικρινούς στοχασμού σ'αυτά που σταδιακά θα ξετυλιχθούν στον ιστοχώρο αυτό.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Με αφορμή το "τέλος" μιας περιοδικής έκδοσης και το μέγαρο πολιτισμού, οι αντιφάσεις του εν Κύπρω πολιτισμού και οι αντινομίες του διαπολιτισμικού διαλόγου

Το Νοέμβριο που μας πέρασε η συντακτική ομάδα του περιοδικού "Το Ρεύμα" αποφάσισε την αναστολή της έντυπης λειτουργίας του, μετά από δύο χρόνια δημιουργικής παρουσίας, ανακοινώνοντας στο όγδοο του τεύχος πως "το τεύχος αυτό θα είναι το τελευταίο που εκδίδεται σε αυτή τη μορφή. Οι πιθανότητες και οι δυνατότητες συνέχισης της προσπάθειας απεριόριστες. Προς το παρόν, έστω και για μια στιγμή, θα κάνει παύση: για αξιολόγηση όσων έγιναν, προβληματισμό για όσα δεν έγιναν, σκέψεις, ιδέες και ανατροφοδότηση."
Όποια κι αν ήταν ή είναι η τοποθέτηση των αναγνωστών απέναντι στο περιεχόμενο του περιοδικού, θεωρώ πως το "Ρεύμα" έδωσε ένα ξεχωριστό στίγμα με την παρουσία του στα κοινωνικά-πνευματικά δρώμενα της Κύπρου. Μια προσεγμένη έκδοση, η οποία έδωσε τη δυνατότητα σε νέους κυρίως ανθρώπους να καταθέσουν γραπτώς τις απόψεις τους, να διαλεχθούν για σημαντικά κοινωνικά ζητήματα και με πιο παραδοσιακές φωνές, και να φωτίσουν πτυχές της πολιτικής σκέψης της εποχής μας. Μπορεί προσωπικά να διαφωνούσα με το περιεχόμενο αρκετών από τα άρθρα που δημοσιεύονταν, δεν έπαυσα ωστόσο να κρίνω την έκδοσή του ως θετική στο πλαίσιο των ελάχιστων εντύπων που στόχευαν σε έναν επιστημονικό κοινωνικό διάλογο, σε μια εποχή άνυδρη πνευματικά και σε έναν τόπο όπου κυριαρχούν  τα έπεα πτερόεντα της πολιτικής. Γι' αυτό και  ο τερματισμός της λειτουργίας του - έστω και προσωρινός, μέχρι η συντακτική του ομάδα να μπορέσει να υπερβεί τα εμπόδια που ανέκοψαν τη λειτουργία του - δεν μπορεί παρά να θλίβει το "διψασμένο" αναγνώστη της Κύπρου. Κυρίως, όταν αντιλαμβάνεται με πόση ευκολία αποφασίζεται να δοθούν μερικά εκατομμύρια σε έργα δήθεν πολιτιστικής υποδομής (όπως το μέγαρο πολιτισμού στο οποίο αφιερώθηκε η προηγούμενη ανάρτηση) κι όταν η δημιουργία πνευματικού έργου αντιμετωπίζεται ως "άχθος αρούρης" από μερικούς ιθύνοντες και διαχειριστές δημόσιου χρήματος.

Με την ευχή λοιπόν, να επανέλθει κάποια στιγμή στη κυκλοφορία το "Ρεύμα" ή κάποιο άλλο ανάλογου είδους και ποιότητας πνευματικό ρεύμα, αναρτώ πιο κάτω - ως μικρή συμβολή στην ιστορία του Ρεύματος  - ένα δικό μου άρθρο ,που είχε δημοσιευτεί στο 2ο τεύχος του περιοδικού το Φεβρουάριο του 2009, στην ενότητα που είχε αφιερωθεί στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση. Κρίνω πως το περιεχόμενό του - με εξαίρεση τη χρονική απόσταση από το Ευρωπαϊκό Έτος Διαπολιτισμικού Διαλόγου (δυο χρόνια περισσότερα από τότε) - παραμένει επίκαιρο ως προς την αντιμετώπιση της ετερότητας, ως προς την έμφαση στις πολιτισμικές διαφορές (που συχνά χρησιμοποιούνται ως παραπέτασμα για τη συγκάλυψη των κοινωνικο-οικονομικών διαφορών και της επικράτησης του δικαίου του ισχυρού), αλλά και ως προς τις προκλήσεις της εποχής μας για πραγματική διαπολιτισμική αγωγή και εκπαίδευση σε συνδυασμό με την εκπαίδευση για τη δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ειρήνη.



Διαπολιτισμικός Διάλογος, διαπολιτισμική αγωγή και σεβασμός απέναντι στη διαφορετικότητα. Αρκεί;



Η όλη δημόσια συζήτηση περί «διαπολιτισμικότητας» και «διαπολιτισμικής αγωγής» περιστρέφεται κυρίως γύρω από τον όρο και την έννοια του «διαπολιτισμικού διαλόγου». Και τούτο δεν είναι βεβαίως τυχαίο. Βρίσκεται σε πλήρη συνάφεια με την ανακήρυξη του 2008 σε «Ευρωπαϊκό Έτος Διαπολιτισμικού Διαλόγου» από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθώς και με την κυκλοφορία της Λευκής Βίβλου για το Διαπολιτισμικό Διάλογο από το Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ). Ένα κείμενο ιστορικής – για κάποιους – σημασίας, όχι μόνο λόγω του περιεχομένου του, αφού στηρίχθηκε σε μεγάλο αριθμό επίσημων κειμένων (όπως ευρωπαϊκές συμβάσεις, αποφάσεις Συνόδων Αρχηγών Κρατών της ΕΕ, αποφάσεις, δηλώσεις και συστάσεις διάφορων Συμβουλίων Υπουργών της ΕΕ καθώς και του Ευρωκοινοβουλίου και του ΣτΕ), αλλά και εξαιτίας της διαδικασίας συγγραφής του, η οποία στηρίχθηκε στη συμμετοχικότητα και στο διάλογο ανάμεσα σε μεγάλο αριθμό φορέων (σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, τοπικής και περιφερειακής αυτοδιοίκησης και κοινωνίας των πολιτών).

Στο κείμενο αυτό ο Διαπολιτισμικός Διάλογος ορίζεται ως «μια διαδικασία που περιλαμβάνει μια ανοικτή και πλήρους σεβασμού ανταλλαγή θέσεων ανάμεσα σε άτομα και σε ομάδες με διαφορετικό εθνικό, πολιτισμικό, θρησκευτικό και γλωσσικό υπόβαθρο και κληρονομιά, στη βάση της αμοιβαίας κατανόησης και του σεβασμού[i]». Αναφέρεται ότι ο Διαπολιτισμικός Διάλογος «συμβάλλει στην πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ολοκλήρωση και συνοχή των πολυπολιτισμικών κοινωνιών. Ενισχύει την ισότητα, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την έννοια του κοινού σκοπού. Στοχεύει στην ανάπτυξη μιας βαθύτερης κατανόησης των ποικίλων απόψεων και πρακτικών, στην ενίσχυση της συνεργασίας και της συμμετοχικότητας (ή της ελευθερίας να επιλέγεις), επιτρέπει την ατομική ανάπτυξη και μετασχηματισμό, και προάγει την ανοχή και το σεβασμό για τον άλλο.» Γι’ αυτό και ως βασική προϋπόθεση για το Διαπολιτισμικό Διάλογο θεωρείται «η στάση ζωής που συνδέεται με τη δημοκρατική κουλτούρα – περιλαμβανομένης της ευρύτητας πνεύματος, της προθυμίας για συμμετοχή στο διάλογο και της αποδοχής της έκφρασης διαφορετικών απόψεων, της ικανότητας επίλυσης των συγκρούσεων με ειρηνικά μέσα και της αναγνώρισης των καλά θεμελιωμένων επιχειρημάτων των άλλων». Στην Λευκή Βίβλο αναγράφονται επίσης τα οφέλη που προκύπτουν από το Διαπολιτισμικό Διάλογο, όπως για παράδειγμα ότι «συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοκρατικής σταθερότητας και αντιμάχεται τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα στη δημόσια ζωή και τον πολιτικό λόγο, ενώ διευκολύνει την οικοδόμηση δεσμών ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτισμικές και θρησκευτικές κοινότητες, βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο στην πρόληψη των συγκρούσεων

Από τα πιο πάνω, αλλά και από άλλα κείμενα τόσο της ΕΕ όσο και του ΣτΕ, είναι προφανής η σημασία που αποδίδεται στην κατανόηση και στο σεβασμό απέναντι στη διαφορετικότητα – κυρίως εθνοτική, πολιτισμική, θρησκευτική, γλωσσική: ο σεβασμός απέναντι στη διαφορετικότητα θεωρείται ως βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του διαλόγου και την επίτευξη των συναφών βασικών παραμέτρων μιας δημοκρατικής και υγιούς πολυπολιτισμικής κοινωνίας, δηλαδή της ισότιμης συμμετοχής στα κοινά, της συνεργασίας, της ειρηνικής επίλυσης των συγκρούσεων ανάμεσα στις διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες, της κοινωνικής συνοχής κ.ά. Για του λόγου του αληθές, απλώς υπενθυμίζεται το κοινό σύνθημα του Ευρωπαϊκού Έτους Διαπολιτισμικού Διαλόγου 2008 «together in diversity» που στα Ελληνικά μεταφράστηκε επίσημα από την ΕΕ ως «η διαφορετικότητα μάς ενώνει».

Χωρίς να αμφισβητείται ποσώς η αξία και η σημασία του σεβασμού απέναντι σε οποιασδήποτε μορφής ετερότητα (και μάλιστα η σημασία της έμπρακτης εκδήλωσής του στον καθημερινό βίο των πολιτών – δημόσιο και ιδιωτικό), ας μου επιτραπεί να εκφράσω κάποιες ανησυχίες για τα φαινόμενα – ή, έστω, το ενδεχόμενο – περιορισμού της δημόσιας συζήτησης για θέματα που άπτονται της παγκοσμιοποιημένης – πολυπολιτισμικής κοινωνίας, στα ασφαλή (θεωρητικά συνήθως) όρια του «σεβασμού απέναντι στη διαφορετικότητα»˙ και τούτο αγνοώντας – ή παραγνωρίζοντας – άλλες σημαντικότατες παραμέτρους των ζητημάτων που συνδέονται με τη σύγχρονη πολυπολιτισμική κοινωνία (διαμορφωμένη σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με τους νόμους της οικονομικής παγκοσμιοποίησης) καθώς και με τις εθνοτικές, θρησκευτικές ή άλλες συγκρούσεις (επίσης συνδεδεμένες με τους όρους που επέβαλε η παγκοσμιοποίηση).

Τα ερωτήματα που τίθενται παρακάτω καλούν σε προβληματισμό για τη σχέση του (κοινωνικού) φαινομένου που προαναφέρθηκε με όσα το δημιουργούν ή το στηρίζουν:

  • Είναι δυνατόν η συζήτηση περί διαφορετικότητας να εξαντλείται σε πολιτισμικά στοιχεία, ερήμην ή και ανεξάρτητα από το κοινωνικό – οικονομικό συγκείμενο στο οποίο διαμορφώνονται οι διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες, και μάλιστα να ερμηνεύονται οι κοινωνικές συμπεριφορές αποκλειστικά και μόνο ως αποτέλεσμα και έκφραση «διαφορετικού πολιτισμού»;
  • Είναι δυνατόν «η κατανόηση και ο σεβασμός απέναντι στη διαφορετικότητα» να αποσυνδεθούν από τη γνώση για τις πραγματικότητες της ζωής των άλλων, στο συγχρονικό και διαχρονικό άξονα; Και εννοώ τη βαθιά και ουσιαστική γνώση (προφανώς όχι μόνο λαογραφικής / εθνολογικής φύσεως, και κυρίως όχι αυτήν που αφορμάται από στερεότυπες αντιλήψεις και περιορίζεται στην παρατήρηση ή και αποτύπωση «φολκορικών» εκφάνσεων), γνώση η οποία να αναζητά την ιστορικότητα των φαινομένων και τις αλληλεπιδράσεις τους με το παγκόσμιο γίγνεσθαι – οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό.
  • Είναι δυνατόν η αντιμετώπιση των φαινομένων ξενοφοβίας και ρατσισμού (η οποία σαφώς πρέπει να στηρίζεται στην καλλιέργεια μιας στάσης ζωής που να διέπεται από σεβασμό στον άνθρωπο, ως οντότητα - ατομική και συλλογική - και ως στοιχείο του περιβάλλοντος κόσμου), να μη συνδέεται με τη διερεύνηση των διαδραστικών σχέσεων ανάμεσα στα φαινόμενα και τις συνιστώσες τους – κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές; Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν η αντιμετώπιση της ξενοφοβίας στο πλαίσιο του σύγχρονου κοινωνικού συγκείμενου να αποκοπεί είτε από την προσέγγιση της ιστορικής της διάστασης (συνδεδεμένης προφανώς με τις σχέσεις ισχυρών και αδυνάτων και τα συμφέροντα των εκάστοτε κέντρων εξουσίας), είτε από την ανάλυση του σύγχρονου παγκόσμιου γίγνεσθαι (σε σχέση και πάλι με τα σύγχρονα κέντρα εξουσίας και τα φαινόμενα που οι συμπεριφορές τους γεννούν ή ενισχύουν);

Τα ερωτήματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στην Κύπρο για τους εξής λόγους:
  • Πρώτον, γιατί τα τελευταία χρόνια η Κύπρος έχει μετατραπεί από χώρα εξαγωγής σε χώρα εισαγωγής μεταναστών, ενώ οι ρόλοι ισχυρού και αδυνάτου έχουν αντιστραφεί. Παράλληλα (αλλά πιθανόν και ως επακόλουθο) η όλη συζήτηση περί διαπολιτισμικότητας, γίνεται συνήθως ανεξάρτητα από την ανάλυση των παγκόσμιων πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων και των συνθηκών που αυτές έχουν δημιουργήσει στις χώρες από όπου προέρχονται τα νέα μεταναστευτικά ρεύματα. Ως αποτέλεσμα η συζήτηση συχνά παραμένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και δε βοηθά στην πραγματική απαλλαγή από στερεότυπες αντιλήψεις για τον άλλο και την ξενοφοβία, ούτε φυσικά στην ανάπτυξη της διαπολιτισμικής επικοινωνίας και της αλληλεγγύης.
  • Δεύτερον, γιατί, ενώ καλούμαστε να συζητήσουμε ζητήματα «ειρηνικής συνύπαρξης» με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, βλέπουμε συχνά το δέντρο αγνοώντας το δάσος. Και στο «δάσος» μπορεί κανείς (εάν δεν εθελοτυφλεί) να αναγνωρίσει όχι μόνο το παρελθόν αυτού του τόπου (απαραίτητο, βεβαίως, για την κατανόηση του παρόντος), αλλά και το συνολικό τοπίο της σημερινής κυπριακής κοινωνίας, στην οποία συνυπάρχουν και καλούνται να συμβιώνουν όχι μόνο πολίτες που ανήκουν στις αναγνωρισμένες από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας κοινότητες (ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής, περιλαμβανομένων και των άλλων τριών αναγνωρισμένων θρησκευτικών μειονοτήτων, των Λατίνων, Μαρωνιτών και Αρμενίων), αλλά και όσοι προέρχονται από χώρες-μέλη της ΕΕ ή από τρίτες χώρες. Και εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι στην όλη συζήτηση για την ειρηνική-αρμονική συμβίωση των Ελληνοκυπρίων με τους Τουρκοκύπριους καθώς και με όλα τα εθνοτικά-πολιτισμικά σύνολα που ζουν στην Κύπρο, είναι σημαντικό, αφενός να μην βρίσκουμε την εύκολη λύση των «πολιτισμικών διαφορών» για την ερμηνεία των όποιων σχέσεων «ισχυρού-αδυνάτου» και να οδηγούμαστε κατά συνέπεια σε υπεραπλουστεύσεις για την αντιμετώπιση των μεταξύ μας προβλημάτων. Και, αφετέρου, να μην αγνοούμε τις διαδραστικές σχέσεις ανάμεσα στην αρμονική συμβίωση και την κοινωνική συνοχή, με όσα αυτή προϋποθέτει ή συνεπάγεται (π.χ. το δικαίωμα όλων στη μόρφωση, στην εργασία, στις συνθήκες ζωής που διασφαλίζουν την αξιοπρέπεια και την ευημερία του ατόμου, στη συμμετοχή στα κοινά, στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που πηγάζουν από την ιδιότητα του πολίτη, στα ανθρώπινα δικαιώματα όπως καταγράφονται στην Οικουμενική Διακήρυξη). Αλλιώς, οι συζητήσεις περί «σεβασμού στη διαφορετικότητα» και «αρμονικής συμβίωσης» των πολιτών στην πολυπολιτισμική κοινωνία της Κύπρου θα παραμείνουν «έπεα πτερόεντα» για τους μεταφέροντες τις ευρωπαϊκές ή άλλες διακηρύξεις, και ευσεβείς πόθοι για τους ελάχιστους αγνούς οραματιστές μιας πραγματικά δίκαιης και ειρηνικής κοινωνίας.
  • Τρίτον, ο δημόσιος διάλογος σε θέματα διαπολιτισμικότητας είναι σχετικά πρόσφατος στην Κύπρο, από όπου απουσιάζει μάλιστα η βαθύτερη και συστηματικότερη επιστημονική μελέτη επί του θέματος (πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα), γεγονός που σε κάποιο βαθμό ερμηνεύει τις προαναφερθείσες συγχύσεις, αδυναμίες και παρανοήσεις.

Λαμβάνοντας υπόψη όσα προαναφέρθηκαν, φοβάμαι ότι η όλη συζήτηση περί «σεβασμού απέναντι στη διαφορετικότητα» εξαντλείται συχνά (όχι μόνο στην Κύπρο) σε έναν κενό περιεχομένου εντυπωσιακό θεωρητικό λόγο, ο οποίος αυτοαναιρείται κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με συμφέροντα ατομικά ή συλλογικά του έθνους ή όποιου άλλου οργανωμένου συνόλου, ή, ακόμη, του κοινωνικού status του καθενός.

Όσο για τα… «δικά μας», ευελπιστώ ότι η ενασχόληση με ζητήματα «διαπολιτισμικού διαλόγου» (τα οποία βρέθηκαν τη χρονιά που μας πέρασε συχνά στο προσκήνιο τόσο στο χώρο της εκπαίδευσης και των ΜΜΕ, όσο και σε άλλους χώρους κοινωνικών συναναστροφών και συλλογικών δράσεων) δε θα σταματήσει με το τέλος του Ευρωπαϊκού Έτους Διαπολιτισμικού Διαλόγου και με το πέρασμα σε άλλα «Ευρωπαϊκά Έτη» και σε πιο «καφτά» θέματα. Αλλά και ότι όσα έγιναν τον περασμένο χρόνο έδωσαν στην κυπριακή κοινωνία εναύσματα για την ανάπτυξη ενός βαθύτερου και ουσιαστικότερου λόγου επί του θέματος. Οι όποιες ενδείξεις περί τούτου μπορεί να μην είναι κραυγαλέες, όπως τα συνθήματα και οι εκδηλώσεις του Έτους. Θα γίνουν ορατές όμως – εάν υπάρξουν – μέσα από διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου των πολιτών και μέσα από τις πολιτικές αποφάσεις, που δεν αφορούν μόνο «τους άλλους» αλλά όλους μας. Στο χώρο της Εκπαίδευσης μάλιστα, δεν είναι δύσκολο να διερευνηθεί κατά πόσον έχουν πράγματι τεθεί οι προϋποθέσεις ή και οι βάσεις για μια ουσιαστική κατανόηση και βαθύτερη βίωση του συνθήματος «η διαφορετικότητα μάς ενώνει».

Το ζητούμενο, όμως, κατά την άποψή μου βρίσκεται αλλού: είναι δυνατόν να τεθούν στις μέρες μας (έστω και θεωρητικά) υπό αμφισβήτηση τα (αδιαμφισβήτητα σήμερα) δεδομένα της σημερινής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, όπου οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στις διάφορες εθνοτικές-πολιτισμικές ομάδες είναι de facto έως και de jure σχέσεις μεταξύ ισχυρού και αδυνάτου; Σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί, βεβαίως, σύμφωνα με κριτήρια που, στην πραγματικότητα, δεν καθορίζονται από την πολιτισμική προέλευση του καθενός μας.
 
Και εδώ φαίνεται ότι υπάρχει μια αντίφαση. Στην – επιφανειακή και μόνο – τούτη «αντίφαση», μπορεί κανείς να αναζητήσει τις ρίζες πολλών από τα προβλήματα των πολυπολιτισμικών κοινωνιών, μεταξύ των οποίων και της Κύπρου.
Βαλεντίνα Δημητριάδου Σαλτέ, Εκπαιδευτικός

[i] Τα αποσπάσματα δίνονται σε δική μου μετάφραση, εφόσον δεν έχει ακόμη κυκλοφορήσει οποιαδήποτε επίσημη μετάφραση της Λευκής Βίβλου στα Ελληνικά.

1 σχόλιο:

Όλα τα σχόλια που αφορούν τα θέματα που αναρτώνται είναι ευπρόσδεκτα, εφόσον παραμένουν σε πλαίσιο σεβασμού και νομιμότητας. Ευπρόσδεκτες είναι όλες οι απόψεις, οι διαφωνίες, ο αντίλογος και η κριτική απέναντι στα γραφόμενα. Δεν επιτρέπονται σχόλια που περιέχουν στοιχεία λιβέλλου, ρατσιστικά, υβριστικά ή προσβλητικά για οποιονδήποτε και για οποιοδήποτε στοιχείο του οικοσυστήματος. Ο συγγραφέας αυτού του ιστολογίου διατηρεί το δικαίωμα να διαγράψει οποιοδήποτε σχόλιο δε σέβεται την πιο πάνω αρχή.