Αξιολόγηση των γραπτών: παρατηρήσεις και εισηγήσεις
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των Παγκύπριων Εξετάσεων προκάλεσε, όπως και κάθε χρόνο, ποικιλία συναισθημάτων στους υποψηφίους: ικανοποίηση σε όσους το αποτέλεσμα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες τους, πικρία και απογοήτευση σ’εκείνους που δεν είδαν τους κόπους τους να ευοδώνονται όπως ανέμεναν, απορία και δυσαρέσκεια σε όσους πίστευαν πως έγραψαν καλύτερα σε σχέση με το βαθμό που τελικά εξασφάλισαν. Γιατί, με βάση τις απαιτήσεις του φετινού εξεταστικού δοκιμίου (ομολογουμένως εύληπτο, σαφές ως προς τη διατύπωση των ερωτημάτων, με μικρές διαβαθμίσεις στο βαθμό δυσκολίας, με πληθώρα βοηθητικών πληροφοριών για έναν προσεκτικό υποψήφιο, με απαιτήσεις για περιορισμένης έκτασης απαντήσεις, με άλλα λόγια ένα γραπτό που – προς πίστη των θεματοθετών - λάμβανε υπόψη το ευρύ φάσμα των υποψηφίων), το γενικό αίσθημα ήταν ότι «φέτος οι υποψήφιοι μπορούσαν να γράψουν καλύτερα». Πέραν, όμως, των συναισθημάτων, η πραγματικότητα έδειξε ότι στα Νέα Ελληνικά, και φέτος όπως και κάθε χρόνο, παρατηρήθηκε διάσταση ανάμεσα στο αναμενόμενο αποτέλεσμα και σε αυτό που τελικά ανακοινώθηκε. Αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες γκρίνιες για τις περιορισμένες δυνατότητες που το γραπτό έδινε στους πλέον διαβασμένους υποψήφιους να διακριθούν, αλλά και τις ανώφελες συγκρίσεις του φετινού μέσου όρου των αποτελεσμάτων με τον αντίστοιχο περσινό, θεωρώ σημαντικότερο τον προβληματισμό για την ουσία της ίδιας της εξέτασης του μαθήματος των Νέων Ελληνικών, σε σχέση με το τι διδάσκεται, τι τελικά εξετάζεται, πώς βαθμολογούνται τα γραπτά, και, κυρίως, για το πραγματικό γλωσσικό και επικοινωνιακό επίπεδο των νέων, όπως αυτό αντανακλάται στο γραπτό τους. Αναμένοντας πότε επιτέλους το Υπουργείο Παιδείας θα υιοθετήσει το αίτημα του ΣΕΚΦ και θα υλοποιήσει την υπόσχεσή του για επιστημονική αξιολόγηση των Παγκύπριων Εξετάσεων, ας μου επιτραπεί να αναφέρω κάποιες διαχρονικές διαπιστώσεις: